Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ἀσθενής
5 εγγραφές [1 - 5]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ασθενής ο [asθenís] Ο22 θηλ. ασθενής [asθenís] Ο (βλ. Ε10) : (λόγ.) αυτός που πάσχει από κάποια ασθένεια· άρρωστος: Θάλαμος ασθενών. Ο γιατρός εξετάζει τους ασθενείς (του). (έκφρ.) κατά φαντασίαν* ~. ΦΡ η εγχείρηση* πέτυχε αλλά ο ~ απέθανε. ~ και οδοιπόρος*. ο μεγάλος ~, για κτ. που παρουσιάζει πολλές αδυναμίες: H οικονομία μας είναι ο μεγάλος ~.

[λόγ. < αρχ. επίθ. (και ουσιαστικοπ.) ἀσθενής· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

[Λεξικό Κριαρά]
ασθενής, επίθ.· αστενής.
  • 1) Άρρωστος:
    • (Aσσίζ. 38126).
  • 2) Aδύναμος:
    • (Pοδολ. Aφ. 68).

[αρχ. επίθ. ασθενής. O τ. και σήμ. ιδιωμ. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ασθενής -ής -ές [asθenís] Ε10 : 1.(λόγ., επίσ.) που πάσχει από κάποια ασθένεια· άρρωστος1. ANT υγιής1: Iατρική περίθαλψη για ασθενείς μαθητές. Ο αρμόδιος υπάλληλος απουσιάζει, γιατί είναι ~. || (ως ουσ.) ο ασθενής*. 2α. που δεν έχει τη δύναμη να αντιδράσει ή να επιβληθεί· αδύνατος. ANT ισχυρός, δυνατός: Είναι ~ χαρακτήρας. Έχει ασθενή κράση, ασθενική. Aγωνίστηκε όσο μπορούσε με τις ασθενείς του δυνάμεις. Tο ασθενές σημείο, το στοιχείο που κάνει κπ. ή κτ. τρωτό, δεκτικό κριτικής: Tο ασθενές σημείο του χαρακτήρα του είναι η έλλειψη ψυχραιμίας. (έκφρ.) ασθενές φύλο*. || (για λειτουργία του οργανισμού) μειωμένος: Έχει ασθενή όραση / ακοή / μνήμη. || (Οικονομικά) ~, που έχει πολύ περιορισμένες οικονομικές δυνατότητες: Οι (οικονομικά) ασθενέστερες τάξεις, οι πιο φτωχές. β. (μετεωρ.) που έχει μικρή ένταση: Οι άνεμοι θα πνέουν ασθενείς έως μέτριοι. Aσθενείς βροχοπτώσεις / χιονοπτώσεις.

[λόγ. < αρχ. ἀσθενής]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασθενής1 [asθenís] ο, η, gen ασθενούς & ασθενή, (L)
  • sick person, patient (syn αρρωστημένος1 1, άρρωστος1):
    • προσποιείται τον ασθενή |
    • χρειάζεται σύμπραξη εκ μέρους του ασθενούς |
    • phr, obsol ο μεγάλος ~της Aνατολής the sick man of Europe, the Ottoman Empire |
    • L prov ~και οδοιπόρος αμαρτίαν ουκ έχει sick persons and travelers are not subject to ordinary rules governing (religious) fasting |
    • ο αλκοολικός αντιμετωπίζεται σαν ένας ~, που έχει ανάγκη από θεραπεία |
    • poem κι εγώ είμαι τώρα, αλίμονο, στην κλίνη του ασθενή (Zotos)

[fr kath ο ασθενής ← AG, substantiv. m of ασθενής2]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασθενής2, -ής, -ές [asθenís] (L) (& D αστενής)
  • ① lacking strength, weak, feeble (syn αδύναμος 1, αδύνατος 1, ανίσχυρος2 1):
    • ~νους, χαρακτήρας |
    • ~ ψυχή |
    • ~ κυβέρνηση |
    • στρατιωτικά ~ χώρα |
    • ~ σεισμική δόνηση |
    • ~ επιχειρηματολογία poor or unconvincing argumentation |
    • ~ άνεμος light wind |
    • ~ δόση weak dose, underdose |
    • ασθενές διάλυμα weak solution |
    • ασθενές φύλο weaker sex, female sex |
    • ασθενές σήμα weak signal |
    • ασθενές ηλεκτρικό ρεύμα |
    • L phr ~ τω πνεύματι feebleminded, stupid |
    • η αυθεντία ως πηγή συλλογισμού είναι ασθενέστερη από τη λογική (Kanellop) |
    • το ελληνικό πυροβολικό, αν και ασθενέστερο σε όγκο, απαντούσε με πάθος (Terzakis) |
    • ανθρώποι είμαστε, σάρκα αστενής (Papatsonis)
  • ⓐ weak, dim, faint (syn αμυδρός):
    • ~ανάμνηση, μνήμη |
    • μιαν ασθενέστατη μόνο εικόνα εδώσαμε παραπάνω (Chatzinis)
  • ② weak, vulnerable, defective:
    • ~κρίκος της αλυσίδας |
    • δεν είναι δύσκολο να επισημάνει κανείς τα ασθενή σημεία αυτού του μυθιστορήματος (Chatzinis) |
    • το γλωσσικό του ύφος συνήθως αποτελεί την ασθενή πλευρά του λόγου του (Argyriou, adapted)
  • ⓑ indigent, poor, weak (syn φτωχός):
    • ισχυρίζεται πως ο πληθωρισμός δεν έπληξε τις ασθενέστερες τάξεις |
    • να επιταχύνει την ανάπτυξη των οικονομικά ασθενεστέρων περιοχών (NAthanasiadis)
  • ③ sick, ill, diseased, ailing (syn αρρωστημένος2 1, άρρωστος2 1):
    • πνευματικά, σωματικά ~ |
    • εγώ θ' αγωνιστώ σήμερα, μ' όλον οπού 'μαι αστενής (Makryg)

[fr postmed, MG ασθενής / αστενής ← K (also pap), AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες