Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ἀρχιλῃστής
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αρχιληστής ο [arxilistís] Ο7 : αρχηγός συμμορίας ληστών· λήσταρχος.

[λόγ. < ελνστ. ἀρχιλFηστής]

[Λεξικό Κριαρά]
αρχιληστής ο.
  • O αρχηγός των ληστών:
    • Γράφεις … τους συν εμοί … ληστάς, αρχιληστήν εμέ (Bίος Aλ. 1827).

[μτγν. ουσ. αρχιληστής. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρχιληστής [arçilistís] ο, s. αρχιλήσταρχος
:
  • έφυγε αμέσως στο βουνό, ενώθηκε με τον αρχιληστή το Θύμιο-Γάκη (Venezis) |
  • ένα βόλι τον βρήκε τον αρχιληστή στο μεσόφρυδο (Petsalis) |
  • κρύφτηκε στα παλιά λημέρια του Λύγκου του αρχιληστή (ChZalokostas) |
  • folks. μας πήρ' η μέρα κι η γι-αυγή, | γειά σου Nταβέλη αρχιληστή (DPetrop)

[fr postmed (Somavera), MG αρχιληστής ← K (also pap) αρχιληστής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες