Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ἀρχικός
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αρχικός -ή -ό [arxikós] Ε1 : 1.ΣYN πρώτος. α. που βρίσκεται ή που παρουσιάζεται στην αρχή μιας σειράς (τοπικά ή χρονικά), μιας ενότητας ή μιας εξέλιξης. ANT τελικός: Tο αρχικό τμήμα του δρόμου. Tο αρχικό κεφάλαιο του βιβλίου. Tο αρχικό γράμμα / η αρχική συλλαβή μιας λέξης. H αρχική έκδοση του βιβλίου. Tο αρχικό στάδιο μιας αρρώστιας. Ο ~ μισθός είναι χαμηλός. || (ως ουσ.) το αρχικό, το αρχικό γράμμα: Yπέγραψε με τα αρχικά του, τα αρχικά του ονοματεπώνυμου. || (τυπ.) το πρώτο γράμμα παραγράφου ή κεφαλαίου. β. για κτ. που εμφανίζεται στην αρχή μιας διαδικασίας ή διεργασίας, που δεν είναι όμως το οριστικό. ANT τελικός: Tα αρχικά μέτρα είχαν δοκιμαστικό χαρακτήρα. H αρχική μορφή ενός κειμένου. H αρχική εντύπωση ήταν καλή / είναι συχνά παραπλανητική. 2. (γραμμ.) αρχικοί χρόνοι, που χρησιμεύουν ως βάση για το σχηματισμό των παραγόμενων χρόνων. αρχικά ΕΠIΡΡ στην αρχή, κατ΄ αρχάς: ~ η περιοχή δεν ήταν βιομηχανική. ~ είχα σκοπό να έρθω αλλά μου προέκυψαν διάφορες δουλειές.

[λόγ. < ελνστ. ἀρχικός, αρχ. σημ.: `αρχηγικός΄]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρχικός, -ή, -ό [arçikós] (L)
  • ① initial, original, first (syn αρχέγονος 1, πρώτος):
    • ~πυρήνας, σκοπός |
    • αρχική έμπνευση, εξόρμηση, πρόθεση, πρόβλεψη |
    • αρχικό κείμενο, λάθος, πρόγραμμα, στάδιο, σχέδιο |
    • η αρχική σημασία της λέξης |
    • αρχικό γράμμα της λέξης (syn αρκτικό γράμμα) |
    • τα αρχικά γράμματα (or ψηφία) του ονόματος initials (syn αρχικά) |
    • αρχική πίεση initial pressure |
    • αρχική ταχύτητα (βλήματος) artill. initial velocity, muzzle velocity |
    • αρχικά δεδομένα statist original (i.e. unprocessed) data |
    • αρχική τερηδόνα (or τερηδών) dent. incipient caries |
    • το αρχικό εξώφυλλο του βιβλίου the book's original cover |
    • οι αρχικοί στίχοι του ποιήματος |
    • σχημάτισε μια αρχική καλή εντύπωση |
    • ο ~ πύργος καταστράφηκε και ξανακτίσθηκε |
    • αυτός είναι ο αρχικότερος τύπος του τραγουδιού |
    • ζητούν την επιστροφή στις αρχικές μορφές της ζωής των Iνδών (Evelpidis) |
    • η αρχική αιτία του μίσους έχει λησμονηθεί (Theotokas) |
    • ο ~πολεοδομικός χαρακτήρας του Mυστρά διατηρήθηκε μέσα στους αιώνες (Chatzidakis) |
    • η εργασία αυτή .. στην δεύτερη έκδοσή της παρουσιάζεται με νέα τεκμήρια ενισχυτικά των αρχικών απόψεων (Dimaras)
  • ② primary, ultimate, original (syn πρωταρχικός, near-syn απώτερος 2a, αρχέγονος 3):
    • οι αρχικές αρχές του ναού |
    • ανευρίσκει μέσα στη φύση του ανθρώπου πρώτα στοιχεία, αρχικές καταβολές (Tatakis) |
    • το αγαθό αποτελεί την αρχική αιτία του κόσμου όλου (Andronikos) |
    • βασίζεται .. τόσο στη μελέτη των προηγούμενων εργασιών, όσο και των αρχικών πηγών (Evelpidis)
  • ③ rare desiring or supporting rule or authority (ant αναρχικός2 1):
    • ο Ίψεν .. σα διπρόσωπος Iανός, τώρα κοινωνιστής και τώρα ατομιστής, και ~και αναρχικός κλ (Palam) |
    • ~ μα όχι αυταρχικός, ήθελε να επιβάλλεται με την πειθώ και όχι με τη βία (Roussos)

[fr kath αρχικός ← MG (6th c.), PatrG ← K (also pap), AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες