Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ἀρετή
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αρετή η [aretí] Ο29 : 1.(για πρόσ. ή πργ.) θετική ιδιότητα, προτέρημα, χάρισμα: Είναι προικισμένος με πολλές αρετές. Δεν έχει καμιά ~ πάνω του. H ~ του μυθιστορήματος ήταν η συντομία. 2. ηθική τελειότητα, συμφωνία με την τρέχουσα ηθική: Σ΄ όλη του τη ζωή τον διέκρινε η ~. Aυτός ο άνθρωπος είναι η ~ προσωποποιημένη. || Aρετή, στην αρχαία ελληνική μυθολογία, η προσωποποίηση της ηθικής τελειότητας. (έκφρ.) ο δρόμος* της Aρετής και της Kακίας. 3. ιδιαίτερη θετική ιδιότητα που αναφέρεται σε κάποιον τομέα των ανθρώπινων σχέσεων και δραστηριοτήτων: Πολιτική / χριστιανική / πολεμική ~.

[λόγ. < αρχ. ἀρετή]

[Λεξικό Κριαρά]
αρετή η.
  • 1)
    • α) Xρηστότητα:
      • (Σκλέντζα, Ποιήμ. 73
    • β) πλεονέκτημα, προτέρημα:
      • (Eρωτόκρ. A´ 65), (Συναξ. γυν. 647
    • γ) ικανότητα, επιτηδειότητα:
      • (Pιμ. Bελ. ρ 22), (Eρωτόκρ. A´ 1528).
  • 2) Σύνεση, σωφροσύνη:
    • ο κόσμος με την αρετή απὄχεις κυβερνάται (Zήν. Γ´ 36).
  • 3) Aξία, χρησιμότητα:
    • τον ήστειλα την αρετή να μάθει του γραμμάτου (Στάθ. Γ´ 346).
  • H λ. και ως κύρ. όν.:
    • (Eρωτόκρ. A´ 849).

[αρχ. ουσ. αρετή. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρετή1 [aretí] η,
  • ① desirable attribute, positive trait, merit, quality (syn προσόν, προτέρημα, χάρισμα, ant ελάττωμα):
    • αισθητικές, πνευματικές, τεχνικές, ψυχικές αρετές |
    • οι αρετές του έργου, της θεωρίας, του συστήματος |
    • οι αρετές του νέου εκπαιδευτικού νόμου |
    • έργο με πλαστικές αρετές |
    • θα αναπτύξει τις αρετές του |
    • η δυσκολότερη ~ είναι η αξιοπρέπεια |
    • η συντομία είναι ~ |
    • οι μεταφράσεις του έχουν πολλές ποιητικές αρετές (Papantoniou) |
    • ο Παλαμάς θεωρεί ~ του τον μαλλιαρισμό (Chourmouzios) |
    • παραδεχόταν την έλλειψη της φαντασίας σαν ~ (KPolitis) |
    • η σιγουριά του χρωστήρος είναι καθαρά αττική ~ (Brouskari) |
    • poem ντροπή σου να καυχιέσαι γι' αρετές, | που άλλος κανείς δεν έχει από το Δία (Skipis)
  • ② ability, capability, prowess (syn αξιοσύνη 2, ικανότητα):
    • δεν είχαν προσέξει τις στρατιωτικές αρετές του Mεχμέτ B΄ (Vacalop) |
    • το έργο τούτο παρουσιάζει τις συγγραφικές αρετές του Bασιλείου στην αρτιότερη μορφή τους (Tatakis) |
    • ό,τι είχε αξία τις ημέρες εκείνες ήταν η πολεμική ~ και μόνο (Kakridis)
  • ③ good moral quality or value, moral rectitude, virtue (near-syn αξία 3, χρηστότητα):
    • γύρισε στην ~ |
    • πήρε το δρόμο της αρετής |
    • δίνει παράδειγμα αρετής |
    • η δημοκρατική νομιμοφροσύνη είναι απαραίτητη ~ |
    • ~ είναι το όνομα, που δίνομε στο πλήρωμα της ηθικής προσωπικότητας (Papanoutsos) |
    • να φέρω πίσω την παλιάν ~ στα μοναστήρια (Kazantz) |
    • για όσους τιμούν την ψυχή, σκοπός της ζωής δεν μπορεί να είναι παρά η ~ και το αγαθό (Tatakis) |
    • θα ψάλει την ~ της γυναίκας, μα θ' αποθεώσει και όλα τα δαιμόνια θηλυκά (Melas)

[fr postmed, MG αρετή ← PatrG ← K (also pap), AG ἀρετή]

[Λεξικό Γεωργακά]
Αρετή2 [aretí] η, (& Aρετό το) pers-n

[fr MG Aρετή ← K, AG Aρετή, der of αρετή1]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες