Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ἀπόπληκτος
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απόπληκτος -η -ο [apópliktos] Ε5 : 1.που έπαθε αποπληξία. 2. (μτφ.) εμβρόντητος, κατάπληκτος: Όταν άκουσε τη φοβερή είδηση, έμεινε ~.

[λόγ. < αρχ. ἀπόπληκτος]

[Λεξικό Γεωργακά]
απόπληκτος1 [apópliktos] ο, (L)
  • person having suffered a stroke:
    • στα χείλη των ανέβαιναν παρατσούκλια κι αστεία για τον απόπληκτο (Papantoniou)

[substantiv. m of απόπληκτος2]

[Λεξικό Γεωργακά]
απόπληκτος2, -η, -ο [apópliktos] (& D απόπληχτος) (L)
  • ① struck by or seized w. apoplexy, apoplectic:
    • πέφτω ~ have a seizure (or stroke) |
    • ο T. Σ. άφησε απόπληχτος την τελευταία του πνοή στον Πύργο
  • ⓐ fig struck dumb by surprise, stunned, paralyzed, stupefied:
    • ο M. έμεινε ~ στην αρχή, σαν να τον έπιασαν επ' αυτοφώρω σ' ένα αποτρόπαιο έγκλημα (Kokkinos) |
    • τα χείλη του ανάδευαν μέσα στο απόπληκτο μούτρο του δίχως να μπορούν να βγάλουν ήχο (Karagatsis)
  • ② suffused w. blood, blood-shot (syn αποπληκτικός):
    • με τα μικρά, κάπως απόπληκτα μάτια του, πρόσεχε και την ελάχιστη λεπτομέρεια (TAthanasiadis)

[fr kath απόπληκτος ← K, AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες