Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ἀπόλεμος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απόλεμος -η -ο [apólemos] Ε5 : (για πρόσ.) 1. που δεν έχει πολεμήσει και επομένως δεν έχει πολεμική πείρα· απειροπόλεμος. ANT εμπειροπόλεμος: Παραγκωνίστηκαν έμπειροι αξιωματικοί και προάχθηκαν οι απόλεμοι. 2. που είναι ακατάλληλος για πόλεμο: Aπόλεμα γυναικόπαιδα, άμαχα. || ~ λαός, φιλειρηνικός.

[λόγ. < αρχ. ἀπόλεμος]

[Λεξικό Γεωργακά]
απόλεμος, -η, -ο [apólemos]
  • ① inexperienced in active warfare, not battle-tried (syn ακάπνιστος 3, άκαπνος 4, άμαχος2 1b):
    • ~στρατός |
    • απόλεμα στρατεύματα |
    • δεν το φανταζόταν ότι αυτοί οι απόλεμοι, οι ανίκανοι, θα 'χαν το θράσος να οργανώσουν εκστρατείας (Roufos) |
    • ήρθε η ώρα να μάθουμε σ' αυτόν τον απόλεμο πολιτικάντη ότι το πεδίο της μάχης δεν είναι η Σύγκλητος (Roussos) |
    • poem μια μέρα την αντρειά μου ντρόπιασες .. κ' είπες | κιοτής πως είμαι εγώ κι ~ .. (Homer Il 9.35 Kaz-Kakr) |
    • κοντάρι μακροκόνταρο, στο χέρι μου κανένας | ασάλευτο και απόλεμο δεν ξάνοιξεν εσένα (Palam)
  • ② not fit to fight:
    • εκείνους που οι πληγές τούς έκαμναν απόλεμους τους έδιναν άδεια (Demetrieis, adapted)
  • ⓐ not engaging in warfare, non-combatant (syn άμαχος2 1):
    • ο Λατίνος ήταν ειρηνόφιλος και η κόρη του απόλεμη (Papatsonis) |
    • η Mέση Aνατολή, μαζί και τα πολεμικά ή απόλεμα πλήθη της, κατοικεί στο σεφερικό στίχο (Plaskovitis)
  • ③ non-bellicose, unwarlike, peaceful (syn ειρηνικός):
    • όχι πολεμιστές τυχοδιώχτες, αλλά λαός ~ και νοσταλγός (Athanasiadis-N) |
    • ένας στρατιώτης γίνεται ήρωας κατά τον πιο απόλεμο τρόπο (id.) |
    • πιο απόλεμη ύπαρξη από μένα δεν ματαστάθηκε σε τούτη τη γη (Panagiotop)

[fr K, AG ἀπόλεμος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες