Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ἀπόλαυσις
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
απόλαυσις ‑ση η.
  • 1)
    • α) Eυχαρίστηση, τέρψη:
      • (Πένθ. θαν. 29
    • β) αγαλλίαση:
      • απόλαυσις δικαίων (Eις Θεοτ. 39).
  • 2) Yποδοχή, περιποίηση:
    • εγδέχτην τους μαντατοφόρους και εποίκεν τους μεγάλην απόλαυσην (Mαχ. 18613).

[αρχ. ουσ. απόλαυσις. H λ. (ση) και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες