Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ἀπόγνοια
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
απογνοιάζομαι· αόρ. επογνοιάστηκα.
  • Παύω να ενδιαφέρομαι, να φροντίζω, ξενοιάζω:
    • τον αδελφόν τως δίδουσι κι ευθύς επογνοιαστήκαν (Xούμνου, Kοσμογ. 1582).

[<πρόθ. από + γνοιάζομαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες