Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ἀπολέμητος
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
απολέμητος, επίθ.
  • Που δεν καταβάλλεται με πόλεμο, αλύγιστος·
    • (προκ. για κάστρο) άπαρτος:
      • φρούριον απολέμητον (Διήγ. παιδ. 907).

[μτγν. επίθ. απολέμητος. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απολέμητος -η -ο [apolémitos] Ε5 : (οικ.) που δεν μπορεί να καταπολεμηθεί.

[ελνστ. ἀπολέμητος]

[Λεξικό Γεωργακά]
απολέμητος, -η, -ο [apolémitos]
  • ① without being fought for, uncontested (syn απολέμιστος 1):
    • και δεν το παραδίνομε των Tούρκων (το κάστρο) απολέμητο (Makryg, adapted)
  • ② unchallenged (syn απολέμιστος 3):
    • μ' αυτήνη την ευκαιρίαν μπήκαν οι Tούρκοι απολέμητοι (Makryg, adapted) |
    • τα καράβια μπήκαν μέσα απολέμητα (id.)
  • ⓐ fig unchallenged, uncriticized:
    • υπάρχει ένα μέρος του βιβλίου που δεν μπορεί κανείς να το αφήσει απολέμητο (Athanasiadis-N) |
    • το περιμάχητο ζήτημα του χορού δεν μπορεί να μείνει ούτε αυτή τη φορά απολέμητο (id.)
  • ③ invincible, unconquerable (syn ακατάβλητος 1, ακαταμάχητος 1, ακατανίκητος 1):
    • ένα ότι τους απάτησα και τ' άλλο ότι τους μόλυνα τα γερά τους χώματα, τ' απολέμητα (Makryg) |
    • κ' έπειτα να κατεβαίνει σ' αυτό (το απέραντο βασίλειό του) και ν' αρχίζει το στάδιό του πάνοπλος και ~ (Karkavitsas) |
    • βρήκα επιτέλους ένα νησάκι· ωστόσο στερεό, ακλόνητο, απολέμητο (Kanellop)

[fr postmed, MG απολέμητος (Chron. Morea etc) ← PatrG, K]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες