Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απνευστί [apnefstí] επίρρ. : (λόγ.) χωρίς αναπνοή, χωρίς ανάσα· χωρίς διακοπή: Aπάγγειλε δέκα στίχους ~. Ήπιε το κρασί του ~, μονορούφι.
[λόγ. < αρχ. ἀπνευστί]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απνευστί [apnefstí] adv (L)
- in one breath, at a gulp, without stopping (syn μονορούφι):
- αυτά τα είπε ~ ο Λάμπης κ' έπεσε μισολιπόθυμος στο σοφά (Petsalis) |
- ο γέρος ρούφηξε το ποτηράκι του ~ (Karagatsis) |
- διάβασα σχεδόν ~ του Iουλίου Bερν τις Eικοσακισχίλιες Λεύγες (Chatzinis)
[fr kath απνευστί ← K, AG]
- in one breath, at a gulp, without stopping (syn μονορούφι):