Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ἀπληστία
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απληστία η [aplistía] Ο25 : η ιδιότητα του άπληστου· η έντονη, ζωηρή, ακόρεστη επιθυμία για κτ.: ~ των αισθήσεων. Έπεσε θύμα της οικονομικής απληστίας. Έτρωγε με ~, με βουλιμία. || Διάβαζε με ~ το γράμμα του, με μεγάλη λαχτάρα.

[λόγ. < αρχ. ἀπληστία]

[Λεξικό Γεωργακά]
απληστία [aplistía] η, (L)
  • ① insatiability, voraciousness (syn βουλιμία, λαιμαργία):
    • τρώει βιαστικά και με ~ |
    • πίνει το κόκκινο κρασί με συγκρατημένη ~ (Panagiotop)
  • ② fig avidity, eagerness (near-syn δίψα):
    • ακούω, αναπνέω, διαβάζω, κοιτάζω, ρωτώ με ~ |
    • νεανική, πνευματική ~ |
    • από το πρωί γύριζα, με ~ ανέβαινα κατέβαινα τους δρόμους (Kazantz) |
    • τους χαιρόμουν για την ~ τους να μάθουν κάτι περισσότερο (Chatzinis)
  • ③ greed, avarice, cupidity (syn αρπακτικότητα, πλεονεξία):
    • εδαφικές απληστίες |
    • ο εγωισμός γεννάει την ~ |
    • μας μιλάει για τη διαφθορά, την ~ ή την αιμοβορία των κυβερνώντων (Sachinis) |
    • οι λόγιοι στιγματίζουν τις αδικίες των δυνατών, την ακόρεστη ~ τους κλ (Vacalop) |
    • το ελληνικό νησί γίνεται θύμα ξένων συμφερόντων και ξένης απληστίας (Floros)

[fr kath απληστία ← MG, PatrG ← K (also pap), AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες