Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ἀπαφρίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
απαφρίζω.
  • Aφαιρώ τον αφρό·
    • (προκ. για μέλι) παίρνω το εκλεκτό μέρος:
      • μέλιτος καλού, απηφρισμένου το αρκούν (Oρνεοσ. αγρ. 5379).

[μτγν. απαφρίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες