Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- απαφρίζω.
-
- Aφαιρώ τον αφρό·
- (προκ. για μέλι) παίρνω το εκλεκτό μέρος:
- μέλιτος καλού, απηφρισμένου το αρκούν (Oρνεοσ. αγρ. 5379).
- (προκ. για μέλι) παίρνω το εκλεκτό μέρος:
[μτγν. απαφρίζω]
- Aφαιρώ τον αφρό·