Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ἀπατεών
8 εγγραφές [1 - 8]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απατεώνας ο [apateónas] Ο2 θηλ. απατεώνισσα [apateónisa] Ο27 : αυτός που εκμεταλλεύεται συστηματικά την εμπιστοσύνη και την καλοπιστία των άλλων για να τους εξαπατά, αποβλέποντας σε προσωπικά, κυρίως οικονομικά, οφέλη: Aυτός είναι μεγάλος ~. Έπεσε θύμα απατεώνα. απατεωνίσκος ο YΠΟKΟΡ.

[λόγ. < αρχ. ἀπατεών, αιτ. -ῶνα· λόγ. απατεων- (απατεώνας) -ισσα· λόγ. απατεων- (απατεώνας) -ίσκος]

[Λεξικό Γεωργακά]
απατεώνας [apateónas] ο, (& L απατεών)
  • swindler, crook, cheat, deceiver, trickster, knave, rogue (syn αγύρτης, απάτη 2, κατεργάρης):
    • διεθνής, επιτήδειος, κοινός, μεγάλος ~ |
    • και με τους κόλακας και κλέφτες κι απατεώνες βέβαια η πατρίς κιντύνεψε και θα κιντυνέψει (Makryg) |
    • έβρισκαν την ευκαιρία να εκμεταλλευθούν τους αφελείς διάφοροι απατεώνες (Skouzes) |
    • αλλά ο θεός απατεών δεν είναι (Papanoutsos)

[fr kath απατεών ← PatrG ← K, AG]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απατεωνία η [apateonía] Ο25 & απατεωνιά η [apateoá] Ο24 : πράξη που αποβλέπει στην εξαπάτηση, στο ξεγέλασμα του άλλου, με σκοπό προσωπικά και κυρίως οικονομικά οφέλη: Όλο απατεωνιές κάνει για να ζήσει.

[λόγ. απατεων- (απατεώνας) -ία· προσαρμ. στη δημοτ. με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
απατεωνία [apateonía] η, (L) (& D απατεωνιά)
  • ① deceitfulness, deceit, guile (syn απατεωνισμός):
    • ό,τι θέλγει περισσότερο είναι αυτή η σύνθεση της εντιμότητας του πρώτου και της απατεωνίας του δεύτερου (Chatzinis)
  • ② swindle, trick (syn απάτη 2, κατεργαριά, ματσαράγκα, ματσαραγκιά):
    • γίνονται πολλές απατεωνίες στο εμπόριο, στα χαρτιά |
    • μας έχει ταράξει στην ~και στην κλεψιά

[fr kath (neol) απατεωνία, der of απατεών]

[Λεξικό Γεωργακά]
απατεωνικός, -ή, -ό [apateonikós] (L)
  • of or pertaining to swindlers, deceitful, knavish (syn κατεργάρικος):
    • απατεωνική συμπεριφορά, απατεωνικά κόλπα

[fr kath (neol) απατεωνικός, der of απατεών]

[Λεξικό Γεωργακά]
απατεωνισμός [apateonizmós] ο, (L)
  • deceitfulness, deceit, guile (syn απατεωνία 1):
    • υπάρχουν η πονηριά, η κακότητα .., εκεί όπου ο ποιητικός και λογοτεχνικός ~ της προηγούμενης γενεάς έχουν τοποθετήσει την αγνότητα, την αθωότητα κλ (Palaiologos, adapted)

[der of απατεών]

[Λεξικό Γεωργακά]
απατεώνισσα [apateónisa] η,
  • female swindler or deceiver (near-syn αγύρτισσα):
    • πρέπει εγώ να πάω να προσκυνήσω ποιος ξέρει ποια ~ (Tachtsis)

[der of απατεώνας w. suff -ισσα; cf αλήτισσα etc]

[Λεξικό Γεωργακά]
απατεωνίστικος, -η, -ο [apateonístikos]
  • swindling, deceptive, fraudulent:
    • απατεωνίστικη επιχείρηση

[der of απατεώνας w. suff -ίστικος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες