Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ἀπαρέγκλιτος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απαρέγκλιτος -η -ο [aparéŋglitos] Ε5 : (λόγ.) που δεν παρεκκλίνει από την πορεία του, που δε μεταβάλλει στάση· σταθερός: H απαρέγκλιτη τήρηση του νόμου. απαρεγκλίτως & απαρέγκλιτα ΕΠIΡΡ: Πρέπει ~ να ακολουθήσεις αυτή τη δίαιτα.

[λόγ. < ελνστ. ἀπαρέγκλιτος, ἀπαρεγκλίτως]

[Λεξικό Γεωργακά]
απαρέγκλιτος, -η, -ο [aparéŋglitos] (L)
  • ① not changing course, undeviating (syn απαρέκκλιτος 1):
    • απαρέγκλιτη κατεύθυνση |
    • η απαρέγκλιτη ελληνική πορεία αναδέχεται μια και μόνο αφετηρία (Athanas)
  • ② unswerving, inflexible, unwavering (syn απαρασάλευτος 3, απαρέκκλιτος 2):
    • η απαρέγκλιτη τήρηση των αρχών του Ψυχάρη |
    • τονίσθηκε η απαρέγκλιτη συνέπεια της τεχνικής (Despotop)
  • ③ not to be transgressed, inviolable (syn απαραβίαστος 3):
    • απαρέγκλιτοι κανόνες |
    • η γλώσσα επιβάλλει στους συγγραφείς τον απαρέγκλιτο δικό της νόμο (Chatzinis)

[fr kath απαρέγκλιτος ← MG ← K, PatrG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες