Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ἀπαιδευσία
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απαιδευσία η [apeδefsía] Ο25 : (λόγ.) έλλειψη μόρφωσης, καλλιέργειας.

[λόγ. < αρχ. ἀπαιδευσία]

[Λεξικό Κριαρά]
απαιδευσία η· απαιδευσιά· απαιδεψία.
  • α) Έλλειψη μόρφωσης, αγωγής:
    • μη … απαιδεψίαν το κρίνεις (Λίβ. N 1428
  • β) αμάθεια, χυδαιότητα:
    • να ποίσω … την απαιδευσιά σου (Πουλολ. 317 κριτ. υπ).

[αρχ. ουσ. απαιδευσία. Η λ. και σήμ. λόγ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
απαιδευσία [ape∂efsía] η, (L)
  • lack of education, ignorance (syn αμάθεια, αμορφωσιά):
    • άκρα, απόλυτη, μεγάλη ~ |
    • η ~ του τόπου |
    • οι απολυταρχίες ευνοούν την κοινωνική αθλιότητα και την ~ |
    • το κράτος θέλει να εξαφανίσει την ~ και τον αναλφαβητισμό |
    • εκείνο που εντυπωσίασε τους ερευνητές ήταν η στενή συνάρτηση της φτώχειας με την ~ (Papanoutsos)
  • ⓐ deficient education:
    • η ~ μας είναι συνάρτηση της γλωσσικής μας αναρχίας |
    • έχομε λοιπόν τώρα ένα πρόσθετο όργανο γλωσσικής παιδείας (διάβαζε |
    • απαιδευσίας) καθημερινό |
    • τα ηλεκτρονικά μέσα μαζικής επικοινωνίας (Peponis)
  • ⓑ lack of refinement:
    • καλλιτεχνική, πολιτιστική ~ |
    • οι ακατανοησίες των γάλλων ρομαντικών οφείλονται στην αισθητική τους ~ (Tsatsos, adapted)

[fr kath απαιδευσία ← postmed (Somavera), MG ← AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες