Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ἀξενάγητος
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αξενάγητος, -η, -ο [aksenáyitos] (L)
  • without a guide, not conducted, unguided (ant ξεναγημένος):
    • αξενάγητη εκδρομή, περιοδεία |
    • γυρίσαμε όλο το Λονδίνο αξενάγητοι

[fr kath αξενάγητος ← AG (Diog. Cyn)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες