Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ἀνώνυμος
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Κριαρά]
ανώνυμος ο.
  • O απλός άνθρωπος:
    • (Mαχ. 1466).

[αρσ. του αρχ. επιθ. ανώνυμος ως ουσ. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανώνυμος -η -ο [anónimos] Ε5 : 1.ANT επώνυμος1. α1. που το όνομά του είναι άγνωστο: Έργο ανώνυμου συγγραφέα. Οι δημιουργοί του λαϊκού πολιτισμού είναι συνήθως ανώνυμοι. || που δε δηλώνει, δε φανερώνει το όνομά του: Ο συντάκτης της επιστολής είναι ~. Ο δωρητής θέλησε να μείνει ~. α2. για κτ. που προέρχεται από ανώνυμο πρόσωπο: Πολλά έργα αρχαίων συγγραφέων μάς έχουν παραδοθεί ανώνυμα. Οι εφημερίδες συνήθως δε δημοσιεύουν ανώνυμες επιστολές. Mου κάνουν ανώνυμα τηλεφωνήματα. β. για κπ. ή για κτ. που είναι άσημο(ς), που το όνομά του δεν είναι γνωστό σε πολλούς: Tο ανώνυμο πλήθος. Δεν μπόρεσε να διακριθεί, έμεινε ~ σε όλη του τη ζωή. Ποιος ενδιαφέρεται για τα προβλήματα κάποιου ανώνυμου χωριού; 2. για κτ. στο οποίο δεν έχουν δώσει όνομα: Στα χωριά πολλοί δρόμοι είναι ανώνυμοι. 3. (οικον.) που δεν αναφέρεται σε ορισμένο πρόσωπο: Aνώνυμη εταιρεία, μετοχική εταιρεία στην οποία τα κεφάλαια και τα κέρδη δεν ανήκουν σε ορισμένα πρόσωπα αλλά στους εκάστοτε κατόχους των μετοχών της. Aνώνυμοι τίτλοι. ANT ονομαστικοί. ανώνυμα ΕΠIΡΡ: Aναφέρθηκε ~ σε πρόσωπα της δημόσιας ζωής, χωρίς να τα κατονομάσει. Kάποιος μου τηλεφώνησε ~, χωρίς να μου πει το όνομά του.

[λόγ.: 1, 2: αρχ. ἀνώνυμος & νλατ. anonymus (& αγγλ. anonymous) < αρχ. ἀνώνυμος· 3: γαλλ. anonyme < λατ. anonymus < αρχ. ἀνώνυμος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανώνυμος1 [anónimos] ο, (L)
  • person without a name, unidentified person:
    • poem .. μες στην έρημη εκκλησιά, μ' άνθη πολλά | στολίζεται ο ~, μυρώνεται ο νεκρός (Sinop) |
    • Πηλέα, Λαέρτη, Πρίαμε και σεις | οι ανώνυμοι, στα τρίσβαθα του χρόνου, |..|..| ζωντανεύετε αμίλητοι κλ (Xydis)
  • ① fig person lacking an identity or individuality, unimportant or undistinguished person:
    • στη Φλωρεντία οι έως χθες ανώνυμοι μπορούσαν να γίνουν, χωρίς κανένα κληρονομικό τίτλο, ονομαστοί ως "πολίτες" (Kanellop)

[substantiv. m of ανώνυμος2]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανώνυμος2, -η (& kath -ος), -ο [anónimos] (L)
  • ① not identifiable by name, lacking or not having a name, anonymous, nameless (ant επώνυμος):
    • ανώνυμοι ήρωες, νεκροί |
    • ~ δρόμος |
    • ανώνυμη εκκλησία |
    • ανώνυμη γυναίκα, ανώνυμο κορίτσι |
    • η ανώνυμη λαϊκή μούσα |
    • το πνεύμα δεν είναι απρόσωπο και ανώνυμο |
    • όλοι ανώνυμοι κείτονταν κι ανώνυμα και συμβατικά τούς περνάει ο θρύλος (Koumantareas) |
    • πολλοί λαοί έμειναν ανώνυμοι ή έζησαν στο περιθώριο της ιστορίας (Theodorakop) |
    • σαν στερηθούμε τη λευτεριά, δεν θ' απομείνει στον τόπο της παρά μια σκοτωμένη ψυχή, άπραγη κι ανώνυμη (Panagiotop) |
    • τα εκατομμύρια των ανώνυμων ατόμων που ενεργούν ασύνειδα αποτελούν μια κοινωνική δύναμη (Evelpidis) |
    • poem έν' άστρο με όνομα που το ξεχνώ .. | πύρινο αστέρι ανώνυμο στην ποίηση γύρισε και ζήσε (Palam) |
    • .. τα .. χνάρια | που 'χετε αφήσει, ανώνυμα του γένους παλληκάρια |..| φαντάζουν ανεξίτηλη της ιστορίας σφραγίδα (Athanas)
  • ⓐ not bearing a name or names:
    • ανώνυμη ταμπέλα |
    • ανώνυμο χρεόγραφο |
    • οι γυναίκες πετάν λουλούδια πάνω στα νερά, το μεγάλο και ανώνυμο τάφο που κρατάει τους πεθαμένους τους (Ouranis) |
    • ρίχνουν πολλούς μαζί νεκρούς μέσα στον ίδιο ανώνυμο λάκκο (ChZalokostas) |
    • poem μακριές σειρές, ανώνυμους σταυρούς, πάνω και κάτω (Vrettakos)
  • ② pertaining to, or being of, an unidentified person (writer, artist etc), anonymous:
    • ~ μόχθος |
    • ανώνυμη καταγγελία |
    • ανώνυμο γράμμα, έργο |
    • ανώνυμα επαναστατικά φυλλάδια |
    • πολύ περισσότερο από τις ιδέες των μεγάλων μάς ενδιαφέρει η ανώνυμη παράδοση (Evelpidis)
  • ③ whose members, elements etc are not, or cannot be, designated by name, faceless, anonymous (near-syn απρόσωπος):
    • ~ όχλος |
    • ανώνυμο πλήθος, σύνολο |
    • η ανώνυμη μάζα της πελατείας |
    • η ανώνυμη στρατιά της ερασιτεχνίας |
    • το απρόσωπο και ανώνυμο κοινό του θεάτρου |
    • οι πιο πολλοί πολιτισμοί είναι πολιτισμοί των ανθρώπων της εξουσίας· ο ~ λαός απομένει άφωνος στη στάχτη των αιώνων (Panagiotop, adapted) |
    • poem άφαντη μες στο ανώνυμο του λιμανιού τ' ασκέρι | αμυγδαλιές ξεδιάλεγες κλ (Agras)
  • ④ phr law ~ or ανώνυμη εταιρεία limited company, joint-stock company:
    • ομολογίες ανωνύμων εταιρειών |
    • ίδρυσε μια ανώνυμη εταιρεία |
    • σε μια ανώνυμο εταιρεία ο κάθε μέτοχος ευθύνεται μόνο ως το ποσό που αντιπροσωπεύουν οι μετοχές του
  • ⑤ unpretentious, unimportant, nameless, anonymous:
    • πλήθος απλών, ταπεινών και ανώνυμων ανθρώπων |
    • αφανείς και ανώνυμοι υπάλληλοι |
    • τ' ορειβατικό πυροβολικό έχει την ταπεινοσύνη του ανώνυμου εργάτη που δουλεύει την άχαρη δουλειά του δίχως επίδειξη και δίχως αξιώσεις (ADoxas) |
    • κάθε άνθρωπος, κι ο πιο ~, ο έσχατος, ο πιο ανυπόληπτος, επαληθεύει την καταγωγή του από την αλήθεια (Kanellop)

[fr kath ανώνυμος ← MG ← K, AG ἀνώνυμος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες