Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ἀντωνυμία
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αντωνυμία η [andonimía] Ο25 : (γραμμ.) λέξη κλιτή που μεταχειριζόμαστε στη θέση ονομάτων, ουσιαστικών ή επιθέτων, π.χ. «Aυτός μου μίλησε», ο Γιάννης. «Aυτή του το είπε», η δασκάλα το είπε στο μαθητή. Aντωνυμίες προσωπικές / κτητικές / δεικτικές / αναφορικές / ερωτηματικές / αόριστες κτλ.

[λόγ. < ελνστ. ἀντωνυμία]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντωνυμία [andonimía] η, (L)
  • gramm pronoun:
    • αναφορική, δεικτική, κτητική, προσωπική ~

[fr kath αντωνυμία ← postmed (Somavera), PatrG, K]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες