Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ἀνοησία
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανοησία η [anoisía] Ο25 : α.η ιδιότητα του ανόητου, η έλλειψη σκέψης, ορθοφροσύνης· βλακεία: Aπό ~ έκανε ό,τι έκανε. Είναι μεγάλη ~ να μη θέλεις το συμφέρον σου. β. ανόητη πράξη ή λόγος: Πάψε να κάνεις ανοησίες. Έλεγε τέτοιες ανοησίες που ούτε να γελάσουμε δεν μπορούσαμε.

[λόγ. < ελνστ. ἀνοησία]

[Λεξικό Κριαρά]
ανοησία η· ανοσία.
  • Αφροσύνη:
    • έπεσεν εις απόνοιαν και ανοσίαν εσχάτην (Παράφρ. Μανασσ. (Tièche) 36315).

[μτγν. ουσ. ανοησία. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανοησία [anoisía] η,
  • ① folly, stupidity, foolishness (syn μωρία, απερισκεψία, αφροσύνη):
    • η ~ |
    • προσέχετε μήπως η ευγένειά σας φτάσει τα όρια της ανοησίας (Vrettakos) |
    • η ~ |
    • η ~ της απαντήσεως the unwisdom of the reply |
    • κόσμος γεμάτος ~ |
    • από ~ τους αύξαιναν τον αριθμό των μοναστηριών (Demetrieis)
  • ⓐ lack of meaning or intelligible content, incoherence (syn ασυναρτησία)
  • ② foolish talk, silly thing or doing, stupid act or saying, inane remark, absurdity, nonsense, indiscretion (syn ανόητη παρατήρηση or πράξη, ανόητος λόγος, κουταμάρα):
    • ανοησίες! baloney! |
    • τι ανοησίες! what nonsense! |
    • ακούω πολλές ανοησίες listen to many absurdities |
    • λες, αραδιάζεις ανοησίες you talk drivel, you are piffling (blathering) |
    • έκαμα και γω μία μεγάλη ~ |
    • όλο ανοησίες κάνει |
    • ακούω, διαβάζω πολλές ανοησίες hear, read muck |
    • άφησε τώρα τις ανοησίες |
    • ο έρωτας προκαλεί τις πιο μεγάλες ανοησίες (Vrettakos) |
    • ο φίλος μου πλήρωσε τις ανοησίες του ακριβά

[fr MG ανοησία ← K (Porphyr., Souda), PatrG (4th-6th c.) ἀνοησία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες