Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ἀνηλεής
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανηλεής -ής -ές [anileís] Ε10 : (λόγ.) που δεν έχει έλεος, λύπηση· σκληρός, απάνθρωπος: ~ τύραννος. Aνηλεή πλήγματα / χτυπήματα. ανηλεώς ΕΠIΡΡ: Tον έδειραν ~.

[λόγ. < αρχ. ἀνηλεής, ἀνηλεῶς]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανηλεής, -ής, -ές [anileís] (L)
  • severe, cruel, merciless (syn ανελέητος, ανήλεος, άσπλαχνος, σκληρός):
    • ~ δικτάτορας, δυνάστης |
    • ~ αγώνας, πόλεμος, θάνατος |
    • ~ μάχη, συμπλοκή |
    • ανηλεές μίσος, μαστίγωμα, χτύπημα |
    • ο χρόνος είναι συνταυτισμένος μ' αυτόν τον ανηλεή ψυχολογικό νόμο που σβήνει ή που μεταμορφώνει σε κάτι άλλο το παρελθόν (Karantonis) |
    • τον οδήγησε από τον τεχνητό παράδεισο στην ανηλεή κόλαση (Peranthis) |
    • πόλεμοι ολέθριοι και σφαγές ανηλεείς αποτελούν το μαρτυρικό κομπολόι της Σμύρνης (EIR Taxidia) |
    • φοβερά ~ ήταν η επιδρομή του Σκώτου Έλγιν στην Aκρόπολη (Miliadis) |
    • ο Πλωτίνος οικοδομεί μια φιλοσοφία και κοσμολογία που αποτελεί το ανηλεέστερο μαστίγωμα και την πιο απόλυτη άρνηση του υλισμού (Tatakis)

[fr kath ανηλεής ← K, AG, cpd of pref ἀν- & ἔλεος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες