Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανεπιστημοσύνη η [anepistimosíni] Ο30 : η απουσία, η έλλειψη επιστημονικής γνώσης ή εμπειρίας. ANT επιστημοσύνη.
[λόγ. < αρχ. ἀνεπιστημοσύνη]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανεπιστημοσύνη [anepistimosíni] η, (L)
- lack of scholarly or scientific knowledge or attitudes, ignorance (ant επιστημοσύνη):
- τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ανεπιστημοσύνης είναι η ασυμφωνία, η αταξία, η απειθαρχία (Papanoutsos) |
- θα ήταν ματαιοπονία, αλλά και ~ μεγάλη, να θελήσει κανείς ν' αρχίσει από την αρχή να οικοδομεί (Theodorakop) |
- μπροστά στην ~ και στη νέκρα προτάσσουν έναν ιδεολογικό φανατισμό (SZSideris)
[fr kath ανεπιστημοσύνη ← K, AG, der of ἀνεπιστήμων; cf ἐπιστημοσύνη, der of ἐπιστήμων]
- lack of scholarly or scientific knowledge or attitudes, ignorance (ant επιστημοσύνη):