Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ἀνεπιστήμων
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ανεπιστήμων [anepistímon] ο, gen ανεπιστήμονος (L)
  • person lacking scientific training, knowledge, or attitudes, non-scholar (ant επιστήμων):
    • ατάλαντος, ~, ξένος στη λογοτεχνία |
    • διπλωματούχοι ανεπιστήμονες, που έχουν ένα χαρτί |
    • αυτή την πρωταρχική θυμική κατάσταση, που μας δίνει σε επιστήμονες και ανεπιστήμονες, σε σοφούς και ασόφους, το πρωταρχικό αντίκρυσμα της πραγματικότητας, την ονομάζει ο Heidegger θυμική κατάσταση (Georgoulis)

[fr kath ανεπιστήμων ← K, AG, cpd of pref ἀν- & ἐπιστήμων]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες