Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ἀνεπίδεκτος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανεπίδεκτος -η -ο [anepíδektos] Ε5 : α.που δεν επιδέχεται ή δεν είναι δυνατό να γίνει αντικείμενο μιας ενέργειας, που δεν προσφέρεται για κτ.: Θέμα ανεπίδεκτο συζητήσεως. Άποψη ανεπίδεκτη αμφιβολιών / λογικής ερμηνείας. β. (για πρόσ.) που είναι ανίκανος να δεχτεί την επίδραση μιας ενέργειας ή να μάθει κτ.: ~ μαθήσεως / αγωγής. Mαθητής ~ στα μαθηματικά.

[λόγ. < ελνστ. ἀνεπίδεκτος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανεπίδεκτος, -η, -ο [anepí∂ektos] (L)
  • unreceptive, unsusceptible, incapable:
    • ~ αποδείξεως, βελτιώσεως |
    • ~ μαθήσεως incapable of learning, unteachable |
    • ~ μορφώσεως ineducable |
    • κείμενο ανεπίδεκτο τροποποιήσεως unalterable text |
    • η πρότασή του είναι ανεπίδεκτη συζητήσεως |
    • ο μέθυσος είναι ~ οποιασδήποτε ευεργεσίας (Vrettakos) |
    • οι ψεύτες έχουν ψυχές κατώτερες, ανεπίδεκτες υψηλών αισθημάτων (Kontogiannis) |
    • το κορίτσι εκείνο ήταν ανεπίδεκτο κι από ανατροφή κι από ιδιοσυγκρασία (Xenop) |
    • πρώτη και επιτακτική, ανεπίδεκτη αναβολής, ανάγκη είναι ν' αποκτήσουμε σχολεία και πανεπιστήμια (Papanoutsos) |
    • μια φύση σκληρή κι απάνθρωπη είναι ανεπίδεκτη από κάθε ηθικό δίδαγμα (Papatsonis) |
    • η ανθρωπότητα είναι κάτι απρόσωπο, ευγενές και ανεπίδεκτο βίας (Athanasiadis-N) |
    • είναι ανεπίδεκτο αμφισβητήσεως ότι η μέχρι τούδε οικονομική πολιτική απέτυχε (Angelop) |
    • έφεραν κ' ένα φονιά, ανεπίδεκτο θεραπείας, όπως έλεγε το δελτίο του εγκληματολόγου (Evelpidis) |
    • το πραξικόπημα δεν είναι πάντα ανεπίδεκτο νομιμοποίησης (Nestor)

[fr kath ανεπίδεκτος ← PatrG, K, cpd of pref ἀν- & K ἐπίδεκτος (επιδέχομαι)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες