Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ἀνεγκέφαλος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανεγκέφαλος -η -ο [anengéfalos] Ε5 : 1.(ιατρ.) για θνησιγενές νεογνό, που δεν έχει εγκέφαλο: Tο παιδί γεννήθηκε ανεγκέφαλο. 2. (μτφ.) που είναι άμυαλος, ανόητος.

[λόγ. < ελνστ. ἀνεγκέφαλος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανεγκέφαλος, -η, -ο [ane˜ɟéfalos] (L)
  • ① med patient characterized by anencephaly, anencephalic, anencephalous
  • ② fig brainless:
    • δεν είναι ~· είναι στοχαστικός, κριτικός νους (Tsatsos) |
    • η μηχανή έκανε τους ανθρώπους ομοιώματα καταγέλαστα της ανεγκέφαλης ύπαρξής της (Panagiotop) |
    • o άνθρωπος είναι πεπρωμένο να καταντήσει ένα ανεγκέφαλο πλάσμα (id.)

[fr LK ανεγκέφαλος, cpd of pref privat. αν- & AG ἐγκέφαλος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες