Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανδριαντοποιός ο [anδriandopiós] Ο17 : κατασκευαστής ανδριάντων· (πρβ. αγαλματοποιός, γλύπτης).
[λόγ. < αρχ. ἀνδριαντοποιός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανδριαντοποιός [an∂riandopiós] ο, η, (L)
- statuary sculptor or sculptress (syn αγαλματοποιός):
- οι αρχαίοι ανδριαντοποιοί παρεμόρφωναν τις αναλογίες των αγαλμάτων που ετοποθετούντο υψηλά για να φανούν από κάτω ορθές (αρνητική προοπτική) (Michelis) |
- ένας ~, ο Aργείτης Aθηνογένης (τέλος του 3ου π.χ. αιώνα), μας είναι γνωστός από τρία βάθρα που φέρουν το όνομά του (Dakaris)
[fr kath ← AG, K ἀνδριαντοποιός]
- statuary sculptor or sculptress (syn αγαλματοποιός):