Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ἀναστροφή
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αναστροφή η [anastrofí] Ο29 : (λόγ.) 1. μετακίνηση προς την αντίθετη κατεύθυνση, φορά: ~ μιας κίνησης / πορείας. || (γυμν.): Kατακόρυφη ~, άσκηση κατά την οποία το σώμα είναι όρθιο ενώ στηρίζεται στο έδαφος με τα χέρια. || (μετεωρ.): ~ της θερμοκρασίας, φαινόμενο κατά το οποίο παρατηρείται αύξηση της ατμοσφαιρικής θερμοκρασίας καθώς αυξάνεται το υψόμετρο. || (ιατρ.): ~ της καρδιάς / των σπλάχνων, πάθηση κατά την οποία αυτά βρίσκονται σε θέση αντίθετη από την κανονική. || (ναυτ.): ~ πλοίου, για πορεία ιστιοφόρου αντίθετη προς την κατεύθυνση του ανέμου. || (νομ.) ακύρωση: ~ δικαιοπραξίας / αγοραπωλησίας. || (γραμμ.) μεταφορά του τόνου μιας δισύλλαβης πρόθεσης από τη λήγουσα στην παραλήγουσα. || (ρητορ.) σχήμα κατά το οποίο η τελευταία λέξη της πρότασης επαναλαμβάνεται ως πρώτη στην επόμενη πρόταση. 2α. συναναστροφή: H ~ και η επικοινωνία μεταξύ των ανθρώπων. β. απασχόληση με κτ.: Tο βιβλίο αυτό είναι καρπός μακράς αναστροφής του συγγραφέα με τα προβλήματα του παιδιού.

[λόγ.: 1: αρχ. ἀναστροφή `επιστροφή΄ & σημδ. γαλλ. inversion, γαλλ. rétroversion, γαλλ. revirement· 2: κατά τη σημ. του αναστρέφομαι]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανάστροφη [anástrofi] η,
  • ① reverse side of sth:
    • κοιτάζουμε από τη μια πλευρά του φράχτη μονάχα· πρέπει να κοιτάξουμε κι από την ~ (Panagiotop)
  • ② ~ του χεριού back of the hand (syn ανάποδη 2, ανάστροφο 2):
    • σκούπισε με την ~ του χεριού του το κούτελό του, το μάτι του, το στόμα του, τα μουστάκια του
  • ⓐ back hand blow or push:
    • παιδιά της εποχής .. σε παραμερίζουν με μιαν ~, για να περάσουν (Terzakis) |
    • με μιαν ~ του χεριού μου, καθαρίζω το μεγάλο μου τραπέζι (id.) |
    • το αριστερό φλίμπερ έδωσε μια δυνατή ~ στη μπίλια και την έστειλε πίσω στον κίτρινο διάδρομο (Koumantareas)
  • ③ phr από (or απ') την ~ in reverse, backwards (syn in adv ανάστροφα):
    • τα συναισθήματά της ακολούθησαν τότε απ' την ~ την πορεία των συναισθημάτων του K. (Petsalis)

[substantiv. f of ανάστροφος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναστροφή [anastrofí] η, (L)
  • ① inversion, reversing, reversal (syn αντιστροφή, αναποδογύρισμα D):
    • εκφραστική ~ της κεφαλής |
    • η προσευχή σταμάτησε .. μερικοί σκούπιζαν τα ερεθισμένα απ' την πολύωρη ~ μάτια τους (ASchinas) |
    • η ~ της ιστορικής εξελίξεως |
    • η ~ της μεταναστεύσεως επιδρά στον κλάδο της ναυτιλίας |
    • οι εκπλήξεις, οι "αναστροφές" των προσδοκιών του θεατή |
    • poem .. λικνίζεται η ψυχή σ' αναστροφές αιώνων | σε κύματα παραμυθιών, στον κύκλο των ονείρων (GKalogiannis)
  • ② association or dealing (w.) (near-syn συναναστροφή):
    • καθημερινή ~ με τους ανθρώπους |
    • ~ με τα πλήθη |
    • ο Aριστοτέλης .. απέκτησε πλούσια εμπειρία .. από την ~ του με τον Eρμεία (Despotop) |
    • εσωτερική ~ της ψυχής με το Θεό, με τις ιδέες |
    • η ~ του ποιητή με το πατριωτικό ιδανικό, με τη νιτσεϊκή φιλοσοφία |
    • ~ προς τα αθάνατα έργα των Eλλήνων κλασικών |
    • μετά την Oδύσσεια δυναμώνει η αποστροφή προς το ιπποτικό πνεύμα της Iλιάδας και προς τη διαρκή ~ στα πεδία των μαχών (Papachatzis) |
    • η αλήθεια γεννιέται μέσα στην ψυχή από την συχνή ~ με το πράγμα (Tatakis)
  • ③ techn t. reversing motion, inversion
  • ⓐ meteorol:
    • phr ~ θερμοκρασίας (temperature) inversion
  • ⓑ mus:
    • phr ~ διαστημάτων inversion of intervals
  • ⓒ law cancelation of a contract (because of failure to meet its terms):
    • αν το έργο που εκτελέστηκε έχει ουσιαστικά ελαττώματα .. ο εργολάβος έχει το δικαίωμα .. ν' απαιτήσει την ~ της σύμβασης (Christidis AK)

[fr LMG (Somavera) αναστροφή ← MG ← K (pap, 3rd c. BC, 3rd, 6th c.), PatrG ← AG ἀναστροφή]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες