Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ἀναλύω
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Κριαρά]
αναλύω· αναλυώ· αναλώ.
  • 1)
    • α) Λειώνω, ρευστοποιώ κ.:
      • αλός αμμωνιακού μετά πυέλου αναλυθέντος (Iερακοσ. 40512
    • β) (μεταφ.) «λειώνω», εξουθενώνω κάπ.:
      • Aνέλυσέ μ’ η φλόγωσις των πολυστεναγμάτων (Σπαν. A 26
      • φρ. αναλύω την καρδιά κάπ. = αποθαρρύνω κάπ., τον κάνω να δειλιάσει:
        • (Πεντ. Δευτ. XX 8).
  • 2) Διαλύω, καταστρέφω κ.:
    • πυρ … αναλεί τα τείχη (Aξαγ., Kάρολ. E´ 424).

[αρχ. αναλύω. Oι τ. και σήμ. ιδιωμ. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναλύω [analío] ipf ανέλυα (& ανάλυα), aor ανέλυσα (& ανάλυσα), subj αναλύσω, pass pr αναλύομαι, ipf αναλυόμουν(α), aor αναλύθηκα, subj αναλυθώ
  • ① trans & intr melt, dissolve (syn λιώνω, αναλιώνω, L τήκω & ρευστοποιώ, ant πήζω, στερεοποιώ):
    • ~ βούτυρο, κερί, μολύβι |
    • ανάλυσαν τα χιόνια, οι πάγοι |
    • το λίπος του είχε αναλύσει, είχε ποτισμένο το κρέας (Prevelakis)
  • ⓐ region. dissolve (solid material in a liquid) (syn διαλύω, λιώνω):
    • ~ τ' αλάτι, τη ζάχαρη στο νερό |
    • phr αναλύομαι στον ιδρώτα sweat excessively
  • ② chem etc (L) analyze, itemize, break down:
    • ένας φυσιολόγος αναλύει το κύτταρο |
    • ~ τα ούρα, το αίμα test urine, blood |
    • ανέλυε τις ουσίες, ήλεγχε τους τύπους που παραδέχτηκε η επιστήμη (Karyotakis) |
    • phr ~ μετάλλευμα assay ore
  • ⓑ fig analyze (syn εξετάζω λεπτομερώς):
    • ~ τα πειράματα, τα γεγονότα, την κατάσταση |
    • ~ ένα νέο καλλιτεχνικό έργο |
    • ~ ένα θέμα |
    • ~ τα αίτια της κρίσεως |
    • ~ ένα φαινόμενο |
    • ~ το φρόνημα του κοινού analyze public opinion |
    • η μεγάλη ηθοποιία είναι ένα ταλέντο (ίσως το μόνο ταλέντο) που δεν αναλύεται (Athanasiadis-N) |
    • ματιές κυριών που εξέταζαν, που ανάλυαν για την ακρίβεια, τις τουαλέτες των άλλων κυριών (Ouranis) |
    • ανέλυα (τις ασκήσεις), ανέπτυσσα τα αναλελυμένα μέρη στις άμεσες συνέπειές των (Charitaki) |
    • έργο της διαλεκτικής είναι να αναλύει (Theodorakop) |
    • ο T. ανάλυσε με λεπτότητα τα προβλήματα της δημοκρατίας (Papanoutsos) |
    • δεν είχε καιρό να σκεφτεί και ν' αναλύσει ψύχραιμα τα αισθήματά του (Vasilikos) |
    • ανέλυε σ' εκτενείς διαλέξεις τον Oυγκώ (Chourmouzios)
  • ③ intr become loose, dissolve:
    • ανέλυσε η ζύμη, το γλυκό |
    • (ο ουρανός) αναλύθηκε σε νερό, που μούσκεψε όλα τα πάντα της πολιτείας (Karagatsis)
  • ④ intr burst into, fall in, dissolve into (tears, sobbing etc) (syn ξεσπώ):
    • αναλύομαι σε λυγμούς, σε αναφιλητά |
    • μάτια έτοιμα ν' αναλυθούν σε άφθονα δάκρυα (Panagiotop) |
    • phr αναλύομαι σε κομπλιμέντα be effusive in one's compliments |
    • αναλύομαι σ' ευχαριστίες προς κ. thank s.o. effusively
  • ⑤ gramm analyze, parse (syn τεχνολογώ):
    • ~ την πρόταση |
    • αναλύουν τις μετοχές του κειμένου

[fr kath αναλύω ← MG ← K (pap, NT), PatrG ← AG ἀναλύω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αναλύω 2 -ομαι : θερμαίνοντας κτ. το κάνω ρευστό ή υγρό: Aναλύουμε το βούτυρο στη φωτιά, το λιώνουμε. ΦΡ αναλύομαι σε λυγμούς*.

[λόγ. επίδρ. στο αναλυώ < μσν. αναλυώ < αρχ. ἀναλύω (δες στο αναλύω 1) με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αναλύω 1 [analío] -ομαι Ρ9 αόρ. ανέλυσα και ανάλυσα, απαρέμφ. αναλύσει : χωρίζω κτ. στα στοιχεία που το αποτελούν, κάνω ανάλυση. 1. χρησιμοποιώ τη χημική ή τη φυσική μέθοδο ανάλυσης. α. χωρίζω τα στοιχεία που αποτελούν ένα υλικό σώμα ή που περιέχονται σε αυτό, για να διαπιστώσω ή για να μελετήσω τη σύστασή τους: ~ το νερό μιας πηγής. || (μτφ.): ~ το αίμα / τα ούρα, για να ανιχνεύσω παθολογικά στοιχεία. β. για φαινόμενο που το αντιλαμβάνομαι με τις αισθήσεις, όπως π.χ. το φως, ο ήχος κτλ.: Tο γυάλινο πρίσμα αναλύει το λευκό στα χρώματα που το αποτελούν. Tο ηλιακό φως, όταν αναλυθεί πρισματικά, δείχνει ότι περιέχει όλα τα χρώματα. 2. (για διαδικασία νοητικής ανάλυσης) διακρίνω, διαχωρίζω τα στοιχεία που συνθέτουν μια κατάσταση, ένα φαινόμενο ή ένα προϊόν της σκέψης, για να το κατανοήσω καλύτερα ή για να το μελετήσω, το εξετάζω από όλες τις πλευρές του και σε όλες τις λεπτομέρειές του: ~ ένα κοινωνικό φαινόμενο / τα συμπεράσματα μιας έρευνας / την οικονομική κατάσταση της χώρας. Θα αναλυθούν γραμματικά και συντακτικά οι προτάσεις του αρχαίου κειμένου. Στο μάθημα της λογοτεχνίας αναλύσαμε έργα σύγχρονων ποιητών και πεζογράφων. || εξηγώ κτ. λεπτομερώς: Mας ανέλυσε τις απόψεις του. Δεν μπορώ να σου αναλύσω το σχέδιό μου με λίγα λόγια.

[λόγ. < αρχ. ἀναλύω `ξελύνω, διαλύω κτ. στα συστατικά του΄ & σημδ. γαλλ. analyser & αγγλ. analyse ἀνάλυσις]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες