Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναλογισμός ο [analojizmós] Ο17 : (στατ.) ο υπολογισμός του ύψους των ασφαλίστρων, με βάση τους κινδύνους που παρουσιάζει καθεμιά από τις περιπτώσεις των ασφαλισμένων.
[λόγ. < αρχ. ἀναλογισμός `υπολογισμός΄]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναλογισμός [analoyizmós] ο, (L)
- consideration, course or line of reasoning, thought (syn στοχασμός):
- ~ του παρελθόντος |
- ο ~ του τι μας λείπει είναι πραγματοποιήσιμος επί τη βάσει μιας διασκοπήσεως του παρελθόντος (Georgoulis) |
- αυτός ο ~ δείχνει ακόμη καθαρότερα πόσο σπουδαία και μόνιμη είναι η συμβολή των Πατέρων της Eλληνικής Aνατολής (Tatakis)
- ⓐ reckoning, calculation (syn υπολογισμός):
- ας σταθούμε τώρα και ας κάμομε έναν αναλογισμό (Georgoulis) |
- πράττει το καλό χωρίς να οδηγείται σ' αυτό από λογικούς αναλογισμούς (Athanasiadis-N)
[fr K (pap 2nd c. AD), PatrG ← AG ἀναλογισμός]
- consideration, course or line of reasoning, thought (syn στοχασμός):