Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναλίσκω [analísko] -ομαι Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : (λόγ.) αναλώνω: Aναλίσκουν τις δυνάμεις τους στην υπηρεσία της κοινωνίας. Aναλίσκονται σε άσκοπες συζητήσεις, χάνουν το χρόνο τους.
[λόγ. < αρχ. ἀναλίσκω]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναλίσκω [analísko] pass αναλίσκομαι, ipf 3pl αναλίσκονταν
- for other verb forms s. αναλώνω, (L)
- ① act. spend, expend, consume (syn δαπανώ, D ξοδεύω, ant αποταμιεύω):
- ~ κόπους, χρόνο, ικανότητες, δυνάμεις |
- αναλίσκει τη δραστηριότητά της για να βιογραφήσει .. το δημιουργό του ποιήματος (Georgoulis)
- ⓐ use up, exhaust (syn εξαντλώ,
- ② pass be spent, be consumed, be exhausted:
- ο πυρσός φωτίζει και δεν αναλίσκεται |
- αναλίσκονται ψυχικά και πνευματικά και σωματικά υπηρετώντας αυτήν την υπόθεση |
- (η χλωρή δάφνη) δε δίνεται παρά σε όσους αναλίσκονται (Karyotakis) |
- αναλίσκονται σε πάρτυ και άλλες κοσμικότητες· τα πάντα εκτός από τη μελέτη (Palaiologos)
[fr MG (form αναλώνων in pres.), K (pap) ἀναλίσκω ← AG]