Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανακύπτω [ana
ípto] Ρ αόρ. ανέκυψα, απαρέμφ. ανακύψει (στο γ' πρόσ.) : (λόγ.) για κτ. που παρουσιάζεται ξαφνικά και διαταράσσει την ομαλή εξέλιξη μιας πορείας: Aνέκυψε ένα σοβαρό πρόβλημα. Φοβούμαι ότι θα ανακύψουν δυσχέρειες. [λόγ. < αρχ. ἀνακύπτω `ξεπροβάλλω το κεφάλι΄ σημδ. γαλλ. surgir]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανακύπτω [anacípto] ipf ανέκυπτα & ανάκυπτα, aor ανέκυψα & ανάκυψα, subj ανακύψω (L)
- ① arise, emerge, crop up, appear (syn εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι):
- αντιθέσεις, διαφωνίες, δυσχέρειες, έριδες, παρανοήσεις κλ ανακύπτουν, θα ανακύψουν, ανέκυψαν κατά τη συζήτηση, τη διεξαγωγή των διαπραγματεύσεων |
- διλήμματα ανακύπτανε μέσα τους |
- το αίτημα, το ερώτημα, το ζήτημα, το πρόβλημα που ανακύπτει (ανέκυψε, έχει ανακύψει) είναι κλ the question etc that arises is |
- από την περιγραφή ανακύπτει ένα γεγονός ανθρώπινο (Chatzinis) |
- μέσ' από ένα ελάττωμα ανακύπτει ένα προτέρημα (id.) |
- ανακύπτει η ανάγκη .. της πρόταξης της μιας ή της άλλης πραγμάτωσης (Tsatsos) |
- από κάθε πλευρά ανακύπτουν εχθροί, έρχονται βέλη (Tatakis) |
- από τα εσωευρωπαϊκά κομμουνιστικά κόμματα θ' ανακύψουν προσωπικότητες (Theodorakop) |
- οι υποχρεώσεις της ξένης κυβερνήσεως ανακύπτουν από τη σχετική συμφωνία |
- με τη σταθεροποίηση ανέκυψε το ζήτημα της μονιμότερης αντιμετωπίσεως του μισθολογίου (Angelop) |
- εκεί ανακύπτει ο προφήτης του ιταλικού εθνικισμού, ο E. Kορραντίνι (Athanasiadis-N) |
- μήπως τότε θ' ανακύψει πιεστικότερη η δίψα της ψυχής και του πνεύματος; (Panagiotop) |
- λίγες γενικές φιλοσοφικές θεωρίες έχουν ανακύψει από τότε (Lambridi)
- ② recover (fr a mishap, an illness etc), get over (sth) (syn ανακτώ τις δυνάμεις μου, αναλαμβάνω, συνέρχομαι [από σοκ, ατύχημα, ασθένεια κλ], ορθοποδώ):
- ανέκυψε από την αρρώστια, τη συμφορά |
- ήμουν πολύ αδιάθετος και σήμερ' ακόμη δεν έχω ανακύψει τέλεια από το γονάτισμα (Palam) |
- o κόσμος ανέκυψε μέσα από τα ερείπια του Bυζαντίου |
- εφθάσαμε στο χείλος της αβύσσου .. και όμως .. πάλι ανακύψαμε και κατακτήσαμε τον κόσμο (Petsalis) |
- μέσα από τη δραματικότητα και τον δαιμονισμό της εποχής θ' ανακύψει πάλι το ανθρωπιστικό πνεύμα (Theodorakop)
[fr kath, this fr K (also pap), AG ἀνακύπτω 'lift up the head; emerge, crop up; rise out of difficulties'; PatrG ἀνακύφω 'raise one's head' (4th c.)]
- ① arise, emerge, crop up, appear (syn εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανακύπτων, -ουσα, -ον [anacípton] n pl ανακύπτοντα (L)
- arising, appearing:
- τ' ανακύπτοντα για την κοινωνία και τον άνθρωπο προβλήματα, στο δημόσιο και ατομικό βίο, είχε ως θέμα ο νέος ακαδημαϊκός (Kolyva)
[prp of ανακύπτω]
- arising, appearing: