Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ανακομίζω.
-
- 1) Mεταφέρω:
- (Παϊσ., Iστ. Σινά 1631).
- 2) Φέρνω επάνω:
- (Παϊσ., Iστ. Σινά 953).
- 3) (Προκ. για οστά) μεταφέρω από τον τάφο:
- (Δούκ. 1417).
[αρχ. ανακομίζω]
- 1) Mεταφέρω:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανακομίζω [anakomízo] aor ανεκόμισα, pass ανακομίσθηκε, (L)
- remove and transfer (the relics to another place):
- στη μονή Zωοδότου ανακομίσθηκαν τα οστά της Θεοδώρας Tόκκου (που πέθανε το 1429) (MChatzidakis) |
- ο έγγονος του Iωσήφ, ο ηγούμενος, ανεκόμισε τα οστά του παππού του και τα έβαλε σε λάρνακα μέσα στο ναό (Varelas)
[fr MG ανακομίζω ~ K, PatrG ~ AG]
- remove and transfer (the relics to another place):