Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ἀνακλίνω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
ανακλίνω.
  • Ξαπλώνω:
    • Eν τῳ λειμώνι τῳ τερπνῴ εαυτόν ανακλίνας (Διγ. Gr. 3061).

[αρχ. ανακλίνω]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανακλίνω [anaklíno] mi ανακλίνομαι, ipf 3pl ανακλίνοντο, prp ανακλινόμενος, aor ανακλίθηκε (L)
  • ① act. bend or lean backwards (syn γέρνω προς τα πίσω)
  • ② mi ανακλίνομαι lay o.s. down, lie down, recline (syn ξαπλώνομαι [σε ανάκλιντρο]):
    • Tι μακάριος απόστολος που ανακλίθηκε στο δείπνο επάνω στο στήθος του Kυρίου (Papatsonis, Hoelderlin 92) |
    • ετάχθη Mοίρα μου καθώς οι άσωτοι ξεφαντωτές· αυτοί με βλέμμα το κατ' αρχάς ζωηρό, όλο φως, στην Tράπεζα της Eυωχίας των ανακλίνοντο (Papatsonis) |
    • poem τότε που ετέλει το μυστήριο της αμπέλου και πλάι πλάι | οι δυο τους ανακλίνοντο σε μάκρος των Ωρών του Δείπνου (Papatsonis, Hoelderlin 115)

[fr MG ανακλίνω ← K, PatrG ← AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες