Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναδέχομαι [anaδéxome] Ρ3β : 1.(λόγ.) αναλαμβάνω κάποια υποχρέωση. 2. γίνομαι ανάδοχος, νονόςI.
[λόγ.: 1: αρχ. ἀναδέχομαι· 2: μσν. σημ.]
[Λεξικό Κριαρά]
- αναδέχομαι.
-
- 1) Δέχομαι στην αγκαλιά μου από την κολυμπήθρα το νεοβαπτισμένο παιδί, γίνομαι ανάδοχος:
- πάτερ μου …, οπού με αναδέχτηκες βαπτίσματος εκ θείου (Θρ. Kων/π. Bαρβ. 2).
- 2) Yποδέχομαι:
- γλυκία τους αναδέχτηκεν (Xρον. Mορ. H 2952).
[αρχ. αναδέχομαι. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- 1) Δέχομαι στην αγκαλιά μου από την κολυμπήθρα το νεοβαπτισμένο παιδί, γίνομαι ανάδοχος:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναδέχομαι [ana∂éxome] ipf αναδεχόμουν, aor αναδέχτηκα & αναδέχθηκα, subj αναδεχτώ & αναδεχθώ, pf έχω (plupf είχα) αναδεχτή, (L)
- ① undertake (a task, obligation etc), take upon o.s., assume, shoulder, stand surety for (syn L αναλαμβάνω):
- ~ την εκτέλεση έργου |
- ~ παραγγελίες |
- αναδέχθηκε τον κόπο της μεταφράσεως |
- ~ ένα ρόλο, μια αποστολή, καθήκοντα, ευθύνες, υποχρεώσεις, υπαγορεύσεις, τις συνέπειες |
- ~ τον αγώνα, θ' αναδεχτούμε τις θυσίες |
- η χώρα είναι έτοιμη να αναδεχτή τις δαπάνες που θα χρειαστούν για την πραγματοποίηση του προγράμματος (Papanoutsos) |
- κορυφαίοι άνθρωποι μπορούν να αναδεχτούν και να εκτελέσουν το βαρύ και υψηλό χρέος προς το έθνος τους (id.) |
- η Δύση έχει αναδεχθή την αποστολή να εκπαιδεύση τον κόσμο (Panagiotop) |
- η γλώσσα καλλιεργείται από τους φωτισμένους που την αναδέχονται και της είναι οι επίσημοι εκδηλωτές στα γράμματα του τόπου (SZSideris)
- ② become a godfather, stand sponsor to, receive (officially) (syn γίνομαι ανάδοχος):
- διάβασε τα νιάμερα στο μνήμα του δεσπότη που τον είχε αναδεχτή στην ιεροσύνη (Prevelakis) |
- αυτός σ' αναδέχτηκε στην ανταρσία (id.)
[fr MG, ByzG αναδέχομαι ← K, PatrG ← AG]
- ① undertake (a task, obligation etc), take upon o.s., assume, shoulder, stand surety for (syn L αναλαμβάνω):