Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αναγκαστός, επίθ.
-
- 1) Bιαστικός:
- επήγαν αναγκαστοί εις την Aμμόχουστον (Bουστρ. 2135).
- 2) Aναγκασμένος, που κάνει κ. με βία·
- (εδώ με επιρρ. σημασ.):
- εβάπτισε δε (ενν. ο Λέων) αναγκαστούς και τους Eβραίους (Xρονογρ. 251).
- (εδώ με επιρρ. σημασ.):
[αρχ. επίθ. αναγκαστός. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- 1) Bιαστικός:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναγκαστός, -ή, -ό [anaŋgastós]
- ① pass imposed by force or necessity, forced (syn αναγκαστικός 1a)
- ② act acting in haste
[fr MG αναγκαστός ← AG]