Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ανέμβατος, επίθ.
-
- (Προκ. για τόπο) απρόσιτος, απλησίαστος, κλειστός:
- (Γλυκά, Στ. B´ 120).
[μτγν. επίθ. ανέμβατος. T. ανέμπατος σήμ. κυπρ.]
- (Προκ. για τόπο) απρόσιτος, απλησίαστος, κλειστός: