Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ἀνέμβατος
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
ανέμβατος, επίθ.
  • (Προκ. για τόπο) απρόσιτος, απλησίαστος, κλειστός:
    • (Γλυκά, Στ. B´ 120).

[μτγν. επίθ. ανέμβατος. T. ανέμπατος σήμ. κυπρ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες