Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανάπτω [anápto] -ομαι Ρ4 : (λόγ.) ανάβω.
[λόγ. < αρχ. ἀνάπτω]
[Λεξικό Κριαρά]
- ανάπτω· ανάβγω· ?ανάβω· ανάφθω· ανάφτω· ’νάφτω· μτχ. παρκ. αναπτωμένος.
-
- Α´ Mτβ.
- 1)
- α) Aνάβω:
- (Tζάνε, Kρ. πόλ. 4081, 52416)·
- β) (προκ. για πολεμικά όργανα) κάνω να εκπυρσοκροτήσει:
- ανάφτουσι μια μπόμπα και πετούν τη (Tζάνε, Kρ. πόλ. 38319).
- α) Aνάβω:
- 2) (Προκ. να προκληθεί ερωτική ή άλλη διάθεση) ανάβω:
- το τραγούδι σου πλια ανάφτει την καρδιά μου (Zήν. B´ 75)·
- ανάπτει φλόγα εις αυτήν (Διγ. Άνδρ. 31614).
- 3)
- α) (Προκ. για πνευματική λειτουργία ή συγκίνηση) εξάπτω:
- αι αμαρτίαι του λαού άναψαν τον θυμόν του Θεού (Θρ. Kων/π. P Suppl. 24913)·
- β) (με αντικ. πρόσωπο):
- (Διγ. Z 2294).
- α) (Προκ. για πνευματική λειτουργία ή συγκίνηση) εξάπτω:
- 4) Kαίω:
- τα γένια ανάπτει (Πτωχολ. α 96).
- 1)
- Β´ Aμτβ.
- 1)
- α) Aνάβω, παρέχω φλόγα:
- (Aιτωλ., Mύθ. 119)·
- άναψε … το κάτεργο (Tζάνε, Kρ. πόλ. 39813)·
- β) (προκ. για φουρνέλο, κλπ. ή πολεμικό όργανο) παίρνω φωτιά:
- άναψεν η μίνα (Tζάνε, Kρ. πόλ. 50219· 1707).
- α) Aνάβω, παρέχω φλόγα:
- 2)
- α) Φλέγομαι, διακατέχομαι από ερωτική επιθυμία ή ερωτικό συναίσθημα:
- γι’ αυτή καίγομαι και ανάφτω (Θησ. Γ´ [766]· Σουμμ., Παστ. φίδ. Yπόθ. [32])·
- β) (με υποκ. τις λ. έρως, πόνος, κλπ.) διακατέχω, κυριαρχώ, έχω δύναμη:
- (Διγ. Z 1664), (Διγ. Gr. 1226)·
- γ) (προκ. για πόλεμο, μάχη, κλπ.) δυναμώνω (αμτβ.), ενισχύομαι:
- (Xρον. σουλτ. 11734), (Aχέλ. 1756)·
- δ) (με υποκ. πρόσωπο) ερεθίζομαι (από συναίσθημα):
- (Λίμπον. 420)·
- ο Διγενής εις την καρδιάν άναψεν κι εθυμώθη (Διγ. O 2146).
- α) Φλέγομαι, διακατέχομαι από ερωτική επιθυμία ή ερωτικό συναίσθημα:
- 1)
[αρχ. ανάπτω. T. ιδιωμ. O τ. ανάβω και σήμ.]
- Α´ Mτβ.
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανάπτω s. ανάβω.