Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ἀνάπαυλα
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανάπαυλα η [anápavla] Ο27α : προσωρινή διακοπή μιας δραστηριότητας, κατάστασης κτλ.: Πόλεμος / καταδίωξη / βροχή / κακοκαιρία χωρίς ~.

[λόγ. < αρχ. ἀνάπαυλα]

[Λεξικό Κριαρά]
ανάπαυλα η.
  • 1) Aνάπαυση, ανάπαυλα:
    • (Iερακοσ. 49218).
  • 2) Kαταφυγή, παραμυθία:
    • ανάπαυλαν πάντων των εν ανάγκαις (Προδρ. III 44).

[αρχ. ουσ. ανάπαυλα. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανάπαυλα [anápavla] η, (L)
  • breathing-time, breathing-spell, breather, repose, respite, rest, relief (syn σύντομη ανάπαυση, ανάσα, διακοπή, διάλειμμα, ξεκούρασμα):
    • έχει ~ he relaxes |
    • Πάσχα, ~ στην πολιτεία |
    • σύντομη ~ |
    • μικρές, προσωρινές ανάπαυλες |
    • μια κάποια ~ |
    • κάναμε μια ~ για ξεκούραση και τόνωση με κανένα σάντουιτς |
    • γυρεύουμε μιαν αλλαγή, μιαν ~ |
    • μια στιγμή ανάπαυλας και σιωπής |
    • ο χωρίς ~ αγώνας |
    • δίχως μεγάλες ανάπαυλες

[fr MG ανάπαυλα (Prod+) ← ανάπαυλα (6th d. AD) ← AG ἀνάπαυλα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες