Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ἀνάκειμαι
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
ανάκειμαι· απρόσ. ανάκειται.
  • Aπρόσ.
    • 1) Πρόκειται, μέλλεται, είναι γραφτό:
      • ανάκειται να χάσω (Σαχλ. A´ PM 189).
    • 2) Eίναι ανάγκη, επιβάλλεται, πρέπει:
      • όπου πλέει εις την θάλασσαν ανάκειται να μάθει να πλέει (Σαχλ., Aφήγ. 325).

[αρχ. ανάκειμαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες