Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αμετρία η.
-
- Tο να μη μετρά, να μη σταθμίζει κανείς σοβαρά τα πράγματα· επιπολαιότητα, απερισκεψία:
- (Σουμμ., Pεμπελ. 168).
[αρχ. ουσ. αμετρία. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Tο να μη μετρά, να μη σταθμίζει κανείς σοβαρά τα πράγματα· επιπολαιότητα, απερισκεψία:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμετρία [ametría] η, (L)
- ① lack of measure, disproportion, asymmetry (syn ασυμμετρία, ant μέτρο, συμμετρία):
- να δώσει μέτρο στην ~, ισορροπώντας τις συγκρουόμενες τυφλές δυνάμεις (Kazantz) |
- ένα χάρισμα έχει δοθεί στον άνθρωπο, να καταπολεμεί την τάση της ψυχής προς ~ (Theodorakop) |
- δε θα λείπει από την αριστοτελική κάθαρση η μετατροπή της αμετρίας σε συμμετρία με σκοπό την αποκατάσταση της ψυχικής αρμονίας (Papanoutsos) |
- η ελευθερία άρχισε να εκδηλώνεται με μιαν ~, που σε περιπτώσεις έφτανε να είναι άρνηση του μέτρου (Tsatsos) |
- η απαλλαγή από το χάος και την ~ και η υποταγή στο μέτρο και το ρυθμό οδηγούν τον άνθρωπο στην ελευθερία (Andronikos)
- ⓐ poet (metrics) lack of or defect in meter:
- ~ στίχου defect in a metrical line
- ② excess, exaggeration, extremity (syn ακρότητα, άμετρο, υπερβολή):
- αυτός ο Έλληνας καταδίκαζε τις θολές λαχτάρες και την ~ της Aνατολής (Kazantz) |
- έχουν αποβάλει το θολό και βίαιο στοιχείο του τυφλού πάθους, την ~ και την αταξία του παράλογου συγκλονισμού (Papanoutsos) |
- για να μη εκτραπεί η θεωρία σε φλυαρία και ~, έργο της θα πρέπει να είναι να στραφεί προς τα εφικτά (Tatakis)
[fr MG αμετρία ← K, PatrG ἀμετρία ← AG, der of AG ἄμετρος]
- ① lack of measure, disproportion, asymmetry (syn ασυμμετρία, ant μέτρο, συμμετρία):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμετρίαστος, -η, -ο [ametríastos] (L)
- not moderated:
- τρώει λιγότερο, αλλά πιοτό και κάπνισμα μένει αμετρίαστο
[cpd w. *μετριαστός: μετριάζω, der of μέτριος]
- not moderated: