Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ἀμεσολάβητος
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αμεσολάβητος, -η, -ο [amesolávitos] (L)
  • taking place without mediation or intervention of a third party

[cpd w. μεσολαβώ 'mediate, intervene'; cf K ἀμεσολάβητος 'unable to be gripped round the middle']

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες