Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αλλότριος, επίθ.
-
- 1) (Συνηθέστ. με το επίθ. ξένος επιτ.) που σχετίζεται με άλλους ανθρώπους, με άλλους λαούς· απομακρυσμένος:
- (Λόγ. παρηγ. O 738)·
- εις ξενιτείαν εσέβηκα αλλότριαν, μεγάλην (Iμπ. 771).
- 2) Ξενιτεμένος:
- ξένος επροέκρινα κι αλλότριος να γένω (Bέλθ. 507).
- 3) Που δεν έχει δικαιολογημένη σχέση με κ., ανάξιος:
- αλλότρια, ξένη του βεργιού σε κρίνω (Bέλθ. 557).
- Tο ουδ. του επιθ. στον πληθ. ως ουσ. = τα ξένα, η ξενιτειά:
- να μ’ εύρει και ο θάνατος στα αλλότρια, τα ξένα (Φλώρ. 1100).
[αρχ. επίθ. αλλότριος. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- 1) (Συνηθέστ. με το επίθ. ξένος επιτ.) που σχετίζεται με άλλους ανθρώπους, με άλλους λαούς· απομακρυσμένος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλλότριος -α -ο [alótrios] Ε6 : (λόγ.) που ανήκει ή που αφορά κπ. άλλον: Εποφθαλμιούν αλλότρια εδάφη. Mην αναμειγνύεσαι σε αλλότριες υποθέσεις. || (ως ουσ.) τα αλλότρια: Παραμελεί τις προσωπικές του υποθέσεις και ασχολείται με αλλότρια. (απαρχ.) ΦΡ εξ ιδίων* τα αλλότρια.
[λόγ. < αρχ. ἀλλότριος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλλότριος1 [alótrios] ο,
- foreigner, alien (syn ο ξένος):
- poem κι όσ' απ' αλλότριους μάζωξα κι από δικούς μου βρήκα (Palam)
[fr MG αλλότριος ← K, PatrG ← AG]
- foreigner, alien (syn ο ξένος):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλλότριος2, -α, -ο [alótrios] (L)
- belonging to another, strange, foreign (syn ξένος, ξενικός, ant αυτοχθονικός, δικός [μου, σου, κλ]):
- αλλότριο έδαφος |
- χώρος ~ |
- η ξένη και αλλότρια Eυρώπη |
- αλλότρια φύση |
- αλλότρια σώματα, e.g. in med foreign bodies |
- στοιχεία αλλότρια και αταίριαστα |
- κάτι το αλλότριο |
- τίποτε δε νομίζει αλλότριο |
- αλλότριες φυλές (κλήρες) |
- αλλότριοι λαοί και πολιτισμοί |
- αλλότριοι κόσμοι |
- αλλότριες (κοινωνικές) τάξεις |
- αλλότρια πράγματα, e.g. γυρεύει αλλότρια πράγματα, ανακατώνομαι σε αλλότρια πράγματα |
- αλλότρια έργα, αλλότριες απασχολήσεις |
- αλλότριο ζήτημα |
- ανάμιξη σε θέματα αλλότρια |
- θέματα εντελώς αλλότρια από τη θρησκεία |
- αλλότρια γλώσσα, αλλότρια λόγια |
- αλλότριες θελήσεις |
- επιθυμίες αλλότριες από την τέχνη |
- αλλότριες πείρες |
- μνήμες σχετικές ή αλλότριες |
- ~ στοχασμός, αλλότριες σκέψεις |
- πρεσβεύει αλλότριες ιδέες |
- αλλότρια καθοδήγηση |
- αλλότριες και ύποπτες σκοπιμότητες και βλέψεις |
- η ροή του χρόνου είναι κάτι αλλότριο, μπορεί και ψεύτικο (Terzakis) |
- ποίηση υποταγμένη σε αλλότριες δημιουργικές δυνάμεις και σκοπούς (Karantonis) |
- τα αλλότρια πνεύματα εισβάλλουν και ανοίγουν πόλεμο με τα αυτοχθονικά (Theodorakop) |
- (οι ακροατές των ραψωδιών) ζουν τα αλλότρια παθήματα σα δικά τους (Papanoutsos) |
- η διακινδύνευση της προσωπικής ζωής για τη διάσωση αλλότριας ζωής (Despotop) |
- poem το τραγούδι του ξένου χορευτή |...| μην το ξεχνάτε, βρε παιδιά. Kι αν είναι αλλότριο, τι; (Palam) |
- το μοναστήρι τ' ακουστό της Kεχαριτωμένης | τον αναχωρητή κρατά, τ' αλλότριο πλάσμα κλ (id.)
[fr MG αλλότριος ← K, PatrG, AG ἀλλότριος]
- belonging to another, strange, foreign (syn ξένος, ξενικός, ant αυτοχθονικός, δικός [μου, σου, κλ]):