Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αλλόμορφος, επίθ.
-
- Aλλιώτικα όμορφος, πολύ πιο όμορφος:
- αφότις … έπιασες το μισάδι αλλόμορφή ’σαι (Kυπρ. ερωτ. 7614).
[πιθ. νεότ. σχηματ. <αντων. άλλος + επίθ. όμορφος. Πβ. αρχ. επίθ. αλλόμορφος]
- Aλλιώτικα όμορφος, πολύ πιο όμορφος: