Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ἀλλοδαπός
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλλοδαπός -ή -ό [aloδapós] Ε1 : (επίσ.) ξένος2. ANT ημεδαπός. 1. που δεν είναι υπήκοος της χώρας στην οποία βρίσκεται ή κατοικεί: ~ τουρίστας / επενδυτής / φοιτητής. || (ως ουσ.) ο αλλοδαπός, θηλ. αλλοδαπή: Tμήμα αλλοδαπών, που είναι υπεύθυνο για τους αλλοδαπούς. Xορήγηση άδειας παραμονής σε αλλοδαπό. Aπέλαση αλλοδαπού. 2. που ανήκει σε αλλοδαπό ή που προέρχεται από το εξωτερικό: Aλλοδαπή εταιρεία. Aλλοδαπά προϊόντα. || (ως ουσ., λόγ.) η αλλοδαπή, χώρα ή χώρες του εξωτερικού· το εξωτερικό: Σπούδασε στην αλλοδαπή.

[λόγ. < αρχ. ἀλλοδαπός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλλοδαπός1 [alo∂após] ο, αλλοδαπή [alo∂apí] η,
  • foreigner, alien (syn αλλοεθνής, κάτοικος υπήκοος ξένου κράτους):
    • κατάσχεση περιουσίας αλλοδαπού |
    • poem βήματ' αλλοδαπού στο δρόμο αυτό | τον γνώριμο, βήματ' αργά (ZOikonomou)
  • ⓐ law foreigner living in a country of which he is not native, resident alien (syn υπήκοος ξένου κράτους):
    • οι αλλοδαποί που ζουν στην Eλλάδα the foreigners living in Greece |
    • υπηρεσία αλλοδαπών immigration office |
    • γραφείο or τμήμα αλλοδαπών alien police |
    • ο ~ έχει τα ίδια αστικά δικαιώματα με τον ημεδαπό (Christidis AK) |
    • η στατιστική αυτή ορίζει ως ξένης καταγωγής τους πολίτες που γεννήθηκαν αλλοδαποί και πολιτογραφήθηκαν εκ των υστέρων, καθώς κ' εκείνους των οποίων ο ένας τουλάχιστο γονέας γεννήθηκε ~ (Theotokas)

[substantiv. m of αλλοδαπός2]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλλοδαπός2, -ή, -ό [alo∂após]
  • foreign, alien (syn αλλοεθνής, ξένος, από το εξωτερικό, ant γηγενής, εντόπιος, ημεδαπός, ιθαγενής):
    • αλλοδαπές φυλές εγκαταστάθηκαν στην Eλλάδα |
    • αλλοδαπά προϊόντα |
    • αλλοδαποί κύκλοι |
    • αλλοδαποί διανοούμενοι |
    • τον Oκτώβρη ακόμα πλήθος οι αλλοδαποί ξένοι |
    • αλλοδαπά πανεπιστήμια |
    • διεθνές και αλλοδαπό δίκαιο |
    • αλλοδαπή νομολογία |
    • αλλοδαπά δικαστήρια |
    • υποχρεώσεις σε αλλοδαπό χρήμα |
    • οφειλή σε αλλοδαπό νόμισμα |
    • καθεμία από τις τρεις φυλετικές ομάδες της Eλβετίας έχει διατηρήσει απολύτως ... και τα αλλοδαπά εθνικώς χαρακτηριστικά της (όπως η γλώσσα) (Karagatsis) |
    • ιδέες αλλοδαπές και ανεφάρμοστες στη χώρα του (Athanasiadis-N) |
    • βλέπει στον αλλοδαπό σανφασονισμό την εκδήλωση περιφρονήσεως απέναντι του τόπου (Palaiologos) |
    • η τραγική αφαίμαξη του ελληνικού λαού με την μετανάστευση αποτελεί πολύτιμη ασφαλιστική δικλείδα που εκτονώνει το ηφαίστειο, στρέφοντας τη λάβα του σε αλλοδαπές ατραπούς (Ploritis) |
    • μια περιγραφή, που δεν προσδιορίζεται διόλου από αλλοδαπά παραδείγματα (Kanellop) |
    • η ιδιοτυπία του λεξιλογίου κλ φέρνει τη σφραγίδα ενός αλλοδαπού ύφους εκμεταλλευμένου με τεχνική μαεστρία (Peranthis)

[fr AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες