Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλιτήριος -α -ο [alitírios] Ε6 : για άνθρωπο ανέντιμο και ανήθικο· παλιάνθρωπος: Kάποιος ~ τον εξαπάτησε και τον εκμεταλλεύτηκε. || πονηρός, κατεργάρης: Tι σκάρωσες πάλι, βρε αλιτήριε;
[λόγ. < αρχ. ἀλιτήριος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλιτήριος1 [alitírios] ο, (L)
- miscreant, rascal, villain, rogue (syn κακοποιός):
- βρε αλιτήριε, τι είναι αυτό που έκαμες; |
- θα σου δείξω εγώ, αλιτήριε |
- βρε τον αλιτήριο, δουλειά που μου σκάρωσε! |
- μας είχε φέρει ως εδώ ο ~ (Karagatsis) |
- όλοι αυτοί οι αλιτήριοι τον ήξεραν (Theotokas) |
- μη γελάς, βρε αλιτήριε, και δεν είναι αστεία αυτά (id.) |
- το αίσθημα που μου εμπνέεις ... θα μπορούσε στις ιερότερες στιγμές του να εξαγιάση κ' έναν αλιτήριο (Palam) |
- πάει να μου φάη το μαγαζί ο ~! σχολίασε ο ένας (MNikolaidis) |
- ήλθε στη μέση κάποιος δαίμονας ή κανένας ~ γεμάτος με ανομία και αθεΐα (Theodorakop transl of Plato's 7th epistle) |
- οι αλιτήριοι με μια διάθεση παθολογική, σαδιστική σχεδόν, ήθελαν να με πείσουν πως όλα είναι μαύρα κι άραχνα (Charitaki) |
- poem μάσησε γαλέτα, | που βγήκε στο μεζάτι, ο ~ (Stavrou Ar)
[fr PatrG ἀλιτήριος ο]
- miscreant, rascal, villain, rogue (syn κακοποιός):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλιτήριος2, -α, -ο [alitírios] (L)
- wretched, wicked, villainous, scoundrelly, rascally, miscreant (syn ανόσιος, αχρείος, κακοήθης, πανούργος, φαύλος):
- αλιτήριοι τοκογλύφοι λυμαίνονται τους γεωργικούς πληθυσμούς |
- poem πώς το κατόρθωσε ο κακούργος βασιλεύς, | ο δόλιος, ο φαύλος, ο ~ (Kavafis)
[fr LK (ἀλιτήριοι βάρβαροι, ἀλιτήριοι κακούργοι, pap 5th-6th c. AD), PatrG ἀλιτήριος ← AG]
- wretched, wicked, villainous, scoundrelly, rascally, miscreant (syn ανόσιος, αχρείος, κακοήθης, πανούργος, φαύλος):