Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ἀλαλητός
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
αλάλητος, επίθ.
  • Σιωπηλός·
    • (προκ. για γειτονιές) αθόρυβος, έρημος:
      • (Σκλάβ. 66).

[αρχ. επίθ. αλάλητος. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλάλητος -η -ο [alálitos] Ε5 : (λογοτ.) α. που δεν μπορεί να λεχθεί, ανείπωτος, απερίγραπτος: Aλάλητη χαρά. ~ καημός. β. που δε λάλησε ακόμα: Aλάλητο πουλί. || αμίλητος, βουβός, άφωνος.

[α: λόγ. < αρχ. ἀλάλητος· β: α- 1 λαλη- (λαλώ) -τος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλάλητος, -η, -ο [alálitos]
  • Ⓐ pass
  • ① not spoken, unspoken, unuttered (syn ανείπωτος, ant ειπωμένος):
    • οι δυο τους συλλογισμένοι. Ψιθύριζε η καρδιά τους αλάλητα λόγια (Psichari) |
    • θόλωνε τα λόγια του κάποτε μια λύπη κρυφή κι αλάλητη που την ψυχή σού τάραζε (id.) |
    • θ' αναστηθεί ... μια νέα γενιά που θα ζητήσει αυτή να γνωρίσει το αλάλητο μίλημά της (Chourmouzios) |
    • poem το μέγα αλάλητο έχε-γεια ο Στρειδάς νογάει του καπετάνιου Clam feels his master's unspoken farwell (Kazantz Od 7.1222)
  • ② unutterable, inexpressible, indescribable (syn ανείπωτος, ανέκφραστος, απερίγραπτος):
    • αλάλητο κουράγιο |
    • πάθος αλάλητο |
    • ακούστηκε να λέει μ' εκείνον τον αλάλητο καημό της λεβεντιάς (Palam) |
    • η καρδιά της χτυπούσε ... από μιαν αλάλητη τρυφερότητα (Christomanos) |
    • σαν κάποιο ξημέρωμα γλυκό ήταν απάνω της, αλάλητο (id.) |
    • μ' αλάλητο σέβας ανέβηκα τις σκάλες και μπήκα μέσα (Psichari) |
    • ~ πόνος της θέριζε την καρδιά (id.) |
    • ένιωθες μέσα σου μια ταραχή αλάλητη (id.) |
    • με κρατούσε μιαν αλάλητη και μελαγχολική αταραξία, μολυβένια (Dragoumis) |
    • (ο καπετάνιος) πιο δυνατά και με αλάλητη ένταση αναθυμούνταν τόσα και τόσα το κορμί του (Foteinos) |
    • poem μα μες στο νου μου χύνεται αλάλητη ευτυχία (Sikel) |
    • ως τα βύθη | απ' τον αλάλητο παλμό το σπλάχνο μου εθροήθη (id.) |
    • εδώ, ως τον ζώση αλάλητη του Θεού η ακράτητη άχνα (id.) |
    • τ' αλάλητο παράπονο που έμενε σύντροφός μου (Dimakis)
  • Ⓑ act
  • ③ not having acquired the ability of speaking, physically speechless, mute (syn άγλωσσος, αμίλητος, άναυδος, άφωνος):
    • το μωρό είν' αλάλητο ακόμα
  • ④ not using language, without words, wordless, speechless, mute, silent, in silence (syn άλαλος 2, αμίλητος, άναυδος, άφωνος, σιωπηλός):
    • άκουγαν οι άλλοι αλάλητοι (Petsalis) |
    • poem γοργά περνάει και στάθη ~ στο μέγα του κατώφλι (Kazantz Od 1.112) |
    • κ' εμείς αλάλητοι χαιρόμαστε της λύτρωσης το θάμα (ib 1280) |
    • ~ τον πειρασμό γροικάει του λυτρωμού ο μπροστάρης (ib 18.484) |
    • πολλή ώρα οι δυο γερόντοι αλάλητοι κοιτάζουνταν και πλέχαν (ib 23.178)
  • ⑤ not having acquired the ability of crowing, singing, chirping etc, of birds (syn άκραχτος, άλαλος, ant λαλημένος):
    • αλάλητο πουλί, αλάλητο πετεινάρι (syn άκραχτο πουλί) |
    • αλάλητα δεν τρώγονται τα κοτόπουλα, πρέπει να' ναι λαλημένα |
    • gnom αλάλητο πουλί δεν τρώνε fledglings are not (to be) eaten |
    • poem ήμουν αλάλητο πουλί, | δέκα χρονών αγόρι (Zalokostas)
  • ⓐ not having crowed (early in the morning), of rooster (syn άκραχτος):
    • είν' ~ ο πετεινός |
    • ειν' αλάλητα ακόμη τα κοκόρια (i.e. it is too early in the morning)

[fr MG αλάλητος ← K, PartG ἀλάλητος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες