Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλαλαγή η [alalají] Ο29 : αλαλαγμός.
[λόγ. < αρχ. ἀλαλαγή]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλαλαγή [alalayí] η, (& αλαλαχή)
- cry, shout (syn αλάλαγμα, αλαλαγμός, οχλοβοή):
- μες στου Xουρσίτη το στρατόπεδο χύθηκε κάποια ~ που τη γέννησε το χαμπέρι αυτό το ξαφνικό (Vlachogiannis) |
- τη νεκρική γαλήνη τη νοιώθεις φορτωμένη ακόμα από την αλαλαχή (Theotokas) |
- μια βροντερή αλαλαχή ξέσκισε τ' αφτιά μου ύστερα από λίγο (Prevelakis) |
- poem κ' ήσουν εσύ αποκεί | κι εγώ αποδώ· κι ανάμεσα η αλαλαχή του δρόμου (Karthaios)
[fr AG ἀλαλαγή 'shouting'; the form in -χή by anal. of αχός, αχητό, αχολογώ; cf also -χή of ηχή & ιαχή]
- cry, shout (syn αλάλαγμα, αλαλαγμός, οχλοβοή):