Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αλαλαΐ, επιφ.
-
- Επιφ. χαράς·
- (εδώ πιθ.) για κάλεσμα:
- «Αλαλαΐ» εφώναξεν τον πρωτοστράτοράν του … (Διγ. Esc. 522 (χφ αλλά).)>
- (εδώ πιθ.) για κάλεσμα:
[αρχ. επιφ. αλαλαί (DGE)]
- Επιφ. χαράς·
[Λεξικό Κριαρά]
- αλαλάιν το· γιαλαλέι, (Προδρ. IV 403 κριτ. υπ).
-
- Το «αλίμονο»· θλίψη, συμφορά:
- ημείς δε το αλαλάιν τους συχνώς με το φαρμάκιν (Προδρ. IV 403).
[αρχ. επιφ. αλαλαί (DGE). Ο τ. πιθ. με επίδρ. του αραβ. - τουρκ. επιφ. ya. Για τις λ. βλ. και Eideneier, ΒΖ 82, 1989, 74-5]
- Το «αλίμονο»· θλίψη, συμφορά: