Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλίμενος -η -ο [alímenos] Ε5 : για ακτή που δε σχηματίζει φυσικό λιμάνι: Aλίμενες, αφιλόξενες ακτές.
[λόγ. < αρχ. ἀλίμενος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλίμενος, -η, -o [alímenos] (L)
- harborless (syn που δεν έχει λιμάνι, αλίμανος):
- αλίμενο νησί, χώρα αλίμενη |
- κόλπος μικρός και ~ |
- τα βαπόρια δεν πιάνουν στις αλίμενες και φτωχές ακτές της Mάνης, που ... τις δέρνουν διαρκώς οι άγριες τρικυμίες (Ouranis) |
- το μυθολογούμενο τέρας ― η θάλασσα ― απειλεί πάντοτε την αλίμενη Iόππη (Athanasiadis-N) |
- η άκρα του Φαναριού βάλλεται από τα κύματα, είναι αλίμενη κι όχι ασφαλής (Bakalakis) |
- poem την αυλακιά τ' ουρανού την αλίμενη σκίζοντας (Stavrou Ar)
[fr AG ἀλίμενος]
- harborless (syn που δεν έχει λιμάνι, αλίμανος):