Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ἀκαταμάχητος
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
ακαταμάχητος, επίθ.
  • Aκατανίκητος· απόρθητος:
    • στόλον ακαταμάχητον (Aξαγ., Kάρολ. E´ 343
    • τοίχον ακαταμάχητον (αυτ. 620).

[μτγν. επίθ. ακαταμάχητος. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακαταμάχητος -η -ο [akatamáxitos] Ε5 : 1.ακατανίκητος1: ~ στρατός. Aκαταμάχητα όπλα. 2. (μτφ.) για κτ. στο οποίο δεν μπορεί κανένας να αντισταθεί· ακατανίκητος2: Διαθέτει το ακαταμάχητο όπλο της γοητείας / της ομορφιάς. Aυτή η γυναίκα είναι ένας ~ πειρασμός. 3. για κτ. που δεν μπορεί κανείς να το αντικρούσει, να το αμφισβητήσει: Tα επιχειρήματά του είναι ακαταμάχητα. H λογική των απόψεών του είναι ακαταμάχητη. ακαταμάχητα ΕΠIΡΡ: H μαγεία της τέχνης τον έλκει ~.

[λόγ. < ελνστ. ἀκαταμάχητος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακαταμάχητος, -η, -ο [akatamá itos]
  • ① indomitable, unconquerable, invincible (syn αδάμαστος, αήττητος, ακατανίκητος 1, ακαταπολέμητος):
    • ο στρατός ήταν ~ |
    • ακαταμάχητο όπλο |
    • ακαταμάχητη υδρογονοβόμβα |
    • οι δυνάμεις του Άξονος (sc Bερολίνου-Pώμης) ήταν ακαταμάχητες (Terzakis) |
    • ορμή ακαταμάχητη |
    • ακαταμάχητη νιότη |
    • διάνοια με τον ακαταμάχητο λογικό της οπλισμό (Papanoutsos) |
    • το κακό είναι ακαταμάχητο
  • ② fig overpowering, irresistible, ineluctable (syn αναπόφευκτος, επιβλητικός):
    • ~ Δον Zουάν |
    • ακαταμάχητα θέλγητρα irresistible charms |
    • μαγεία ακαταμάχητη |
    • νίκησε την ακαταμάχητη γοητεία της απλής ανθρώπινης χαράς (Kazantz) |
    • ακαταμάχητη δύναμη, e.g. ορισμένες ακαταμάχητες δυνάμεις του πληθωρισμού certain ineluctable forces of inflation |
    • ακαταμάχητο εμπόδιο |
    • το πνεύμα αισθάνεται ακαταμάχητη τάση να μετακινηθή (Papanoutsos) |
    • Φύση ... ευθύς εξαρχής ακαταμάχητο φύτεψε στις ψυχές μας τον έρωτα για κάθετι το μεγάλο (id.) |
    • δείχνει την ακαταμάχητη θέληση του ανθρώπου με τα ατσαλένια νεύρα (Psathas) |
    • το θέμα ήταν ~ πειρασμός (Christidis)
  • ⓐ irrefutable, unassailable, irrefragable (syn αμάχητος, αναμφισβήτητος, ανεπίδεκτος ανασκευής, απρόσβλητος):
    • ακαταμάχητη αλήθεια impregnable or compelling truth |
    • ακαταμάχητη θεωρία, ακαταμάχητη διαλεκτική |
    • ακαταμάχητη απόδειξη incontrovertible evidence, irrefutable (or cast-iron) proof |
    • ακαταμάχητο επιχείρημα irrefutable proof |
    • η ακαταμάχητη λογική των πραγμάτων |
    • η λογική της απάντησης είναι ακαταμάχητη |
    • επιχειρήματα στηριγμένα στην ακαταμάχητη λογική (APapageorgiou)

[fr MG ακαταμάχητος ← K]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες