Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ύπαρχος ο [íparxos] Ο19 : αξιωματικός πολεμικού πλοίου, ο οποίος στην ιεραρχία βρίσκεται αμέσως μετά τον κυβερνήτη.
[λόγ. < αρχ. ὕπαρχος `υπαρχηγός (στο στρατό)΄]