Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ύπαρχος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ύπαρχος ο [íparxos] Ο19 : αξιωματικός πολεμικού πλοίου, ο οποίος στην ιεραρχία βρίσκεται αμέσως μετά τον κυβερνήτη.

[λόγ. < αρχ. ὕπαρχος `υπαρχηγός (στο στρατό)΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες